1. Μιά από τις αρχαιότερες εφημερίδες της Κων/πόλεως ήταν Ό τηλέγραφος τού Βοσπόρου, πού εκδόθηκε το 1843 από τον Κων/τίνο Αδοσίδη καί διατηρήθηκε ώς τό 1857, οπότε συνενώθηκε μέ την έφημερίδα Βυζαντίς καί έφερε από τότε τόν κοινό τίτλο Ο τηλέγραφος του Βοσπόρου και Βυζαντίς, έως ότου έμεινε μόνη ή Βυζαντίς, πεντήκοντα σχεδόν έτών βίον διανύσασα6.
Στό φύλλο, λοιπόν, 409 της 8ης Όκτωβρίου τού 1860 διαβάζουμε τά έξης:
Κύριε συντάκτα τής Βυζαντίδος
Καταχωρήσατε, παρακαλώ, εις τό προσεχές φύλλον τής άξιοτίμον υμων έφημερίδος την έξης διατριβήν μου.
Προ τριών περίπου ετών, διερχόμενος δια της εν Μακεδονία πολίχνης Βωδενών (sic), αφ’ ενός μέν ήσθάνθην ηδονήν ον σμικραν ιδών την φυσικήν καλλονήν αυτής διά τε την ωραίαν θέσιν έφ’ ής κείται, τό κατάφντον τών πέριξ αυτής καί τό δαψιλέστατον τών υδάτων, μή ποτίμων μέν, χρησίμων όμως πρός άρδευσιν τών έν πάση τή περιοχή τής πολίχνης ταύτης πολυειδών κτημάτων.
Έθαύμασα τή άληθεία την φυσικήν καλλονήν τών Βωδενών και έμακάρισα τούς έν αυτή ένοικούντας ένεκα τών ών άπολαύουσι σχετικώς υλικών άγαθών.
Άφ’ έτέρον όμως έλυπήθην εις ακρον πληροφορηθείς παρά τών έκεισε φίλων μου ότι έστερούντο τού κρατίστον τών άγαθών, τουτέστι τής έκπαιδεύσεως τών έαυτών τέκνων καί ότι υπήρχε μέν σχολείον, άλλ’ άνευ σχεδόν διδασκάλων και μαθητών.
|
Μητροπολίτης Νικόδημος Βοδενών εκ Τενέδου (1824-1886)
|
Κατά δέ την Κυριακήν τής 21 Αύγούστου έτους ένεστώτος διερχόμενος καί αύθις διά τής πολίχνης Βωδενών καί ένώ ευρισκόμην έν τώ ναώ τής Μητροπόλεως έκκλησιαζόμενος, αίφνης άκούω τόν άρχιερέα Άγιον Βωδενών κ. Νικόδημον προτρέποντα τόν λαόν από τού θρόνον του, όπως μετά την θείαν λειτουργίαν συνέλθωσιν άπαντες έν τώ σχολείω, ένθα τελεσθήσονται έτήσιαι έξετάσεις τών μαθητών τής τε έλληνικής καί αλληλοδιδακτικής σχολής.
Μετέβην λοιπόν κάγώ μετά τών άλλων έν τώ σχολείω, όπερ εύρον πλήρες μαθητών και ακροατών, μή άπολειπομένων μηδ’ αυτών τών τοπικών άρχών μεταξύ δέ τού θηρίπον (;) καί τών τού τόπου προυχόντων βλέπω σεβάσμιον αρχιερέα, έπί τού προσώπου τού οποίου ένεφαίνετο άπολάμπουσα χαρά και φαιδρό της, άμέσως άρξαμένον τής πρός τόν Ύψιστον δοξολογίας καί μετά δακρύων χαράς επικαλουμένον την έπιφοίτησιν τού Αγίου Πνεύματος έφ’ άπαν τό σύνολον τών τε διδασκόντων και διδασκόμενων και τών παρευρισκομένων άκροατών.
Άναβάς δέ μετά ταύτα ό σεβάσμιος ούτος ιεράρχης επί της έδρας έξεφώνησε λόγον καταλληλότατον, εκθέτων τήν κατάστασιν τού σχολείου και προτρέπων τούς πολίτας, ίνα φροντίζωσι περί τής τελειοτέρας έκπαιδεύσεως τών τέκνων των καί άναπληρώσωσι τα έλλείποντα υπό τήν σύντονον μέριμναν, ήν καταβάλλει ο ίδιος.
Είτα δ’ ήρξατο έξετάζων τούς τής άνωτέρας τάξεως τού ελληνικού σχολείου μαθητάς μαθήματα όμοια τών έν τοις προ πολλών ετών συστηθεισιν έλληνικοίς σχολείοις μαθημάτων και μετ’ ούκ ολίγης εύχαριστήσεώς μου ήκουσα τού άγιου Βωδενών προτείνοντος λεπτομερείς παρατηρήσεις γραμματικάς τε και συντακτικάς και προβλήματα άριθμητικής και γεωμετρίας καί τών άπό δύο ήδη ετών μαθητών άποκρινομένων τών πλείστων έτοίμως και εύστόχως πρός πάντα τά έρωτώμενα.
Ή έξέτασις τών μαθητών τούτων μέ παρεκίνησε καί τήν μετ’ αυτήν ν’ άπέρχωμαι εις τό σχολείον, ίνα ίδω καί τό τέλος τών εξετάσεων, άποβάν ώς αί ενάρξεις μετά πλείστης όσης επιτυχίας καί ευχαριστήσεως άπάντων τών κατοίκων, ούς συνεχάρην άπό καρδίας, άπελθών μετά ταύτα έν τη έμή πλήρης χαράς καί άγαλλιάσεως, διότι εύρον έν τη ρηθείση πολίχνη πραγματοποιηθέντα δύο μέγιστα διά τήν κοινωνίαν άγαθά.
Πρώτον μέν τήν όσον ένεστι καλλίστην πρόοδον άμφοτέρων τών σχολών, τής τε έλληνικής καί άλληλοδιδακτικής, τη άκαμάτω καί συνεχει έπισκέψει καί επιτηρήσει τού σεβασμίου άγιου Βοδενών καί τών μετά ζήλου εις πάν έπ’ άγαθώ τείνον τών κυρίων έφορων
δεύτερον δέ καί κοινωφελέστατον τη πόλει τών Βωδενών άγαθόν υπάρχει ή μετοχέτευσις ύδατος ποτίμου άπό άποστάσεως σχεδόν ώρας, τού όποιου ή στέρησις ήν έπαισθητοτάτη.
Ώς δέ σαφώς έβεβαιώθην παρά πολλών, αίτιος τού ν’ άπολαύση ή ρηθεισα πολίχνη τά, ώς είρηται, άγαθά, έγένετο ό νύν άγιος Βωδενών κ. Νικόδημος, όστις, ον μόνον έν Βωδενοίς άκαμάτως φροντίζει περί τής κοινής ώφελείας τού ποιμνίου του, άλλα καί άλλαχού επί τη επαρχία αύτού συνέστησε καταλλήλους διδασκάλους πρός έκπαίδευσιν τής νεολαίας.
Ευτυχείς αί έπαρχίαι, αί τυγχάνουσαι τοιούτων άρχιερέων.
Έν Βιτωλίοις τη 15 7/βρίου 1860
Εις τών συνδρομητών σας
Διαβάζοντας τήν έπιστολή αυτή καί αγνοώντας τό όνομα τού αποστολέα της, πρέπει νά λάβουμε ύπόψη μας ότι πολύ σπάνια οί δημοσιεύοντες παρόμοιες επιστολές υπέγραφαν μέ τό όνομά τους, άφού λίγα μόλις χρόνια είχαν περάσει άπό τήν έκδοση του Χάτι Χουμαγιούν (1856/7) καί ή έλευθεροτυπία καί κάθε άλλη κίνηση γιά τήν προβολή καί υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων, των χριστιανών κυρίως, βρισκόταν ακόμη στά σπάργανα καί πολλοί ήταν έκείνοι οι όποιοι δίσταζαν νά έκδηλώσουν τά φρονήματά τους διά τόν φόβον των Ιουδαίων.
'Οπωσδήποτε, όμως, άπό αυτήν άντλούμε άρκετά στοιχεία γιά τήν έκπαίδευση στήν Εδεσσα στά μέσα του ΙΘ' αί. καί συγκεκριμένα γιά τήν περίοδο 1857-1860, αφού, γραμμένη ή έπιστολή τό 1860, ρητώς αναφέρει ο,τι είχε δει ό άποστολέας της προ τριών περίπου ετών, δηλαδή τό 1857, όταν είχε ξαναπεράσει άπό τήν Έδεσσα μέ κατεύθυνση τά Βιτώλια τής Σερβίας, τό σημερινό δηλαδή Μοναστήρι.
Οί πληροφορίες του γιά τήν κατάσταση τής έκπαιδεύσεως τό 1857 δέν ήταν καί τόσο ευχάριστες, άφού, όπως γράφει, ένώ θαύμασε τήν τοποθεσία τής πόλεως μέ τίς φυσικές της καλλονές, λυπήθηκε, διότι οί Έλληνες κάτοικοι τής πόλεως είχαν βέβαια σχολείο γιά τά παιδιά τους άλλά ανευ σχεδόν διδασκάλων καί μαθητών.
Απεναντίας, τό 1860, όταν καί πάλι πέρασε άπό τήν Έδεσσα καί μάλιστα στις 21 Αύγούστου, Κυριακή, έκκλησιαζόμενος, διαπίστωσε ότι ή έκπαίδευση βρισκόταν σέ πολύ καλό σημείο, άφού, σύμφωνα μέ τά λεγόμενα του μητροπολίτη Νικοδήμου8, τήν ημέρα έκείνη έπρόκειτο νά γίνουν οί έτήσιες έξετάσεις9 τών μαθητών τής Ελληνικής10 καί Αλληλοδιδακτικής σχολής11, στις όποιες καί ό ίδιος παρέστη.
Βλέπουμε δηλαδή τή βελτίωση πού είχε γίνει στό τριετές διάστημα από τό 1857 ως τό 1860.
Δέν γνωρίζουμε τούς λόγους τής βελτιώσεως αυτής• μήπως ή κατάσταση τού 1857, όπως τήν περιγράφει ό ανώνυμος ταξιδιώτης, όφειλόταν σέ αβελτηρία τού τότε μητροπολίτη Άνθιμου (1848-1.2.1859);
Πιθανόν, διότι, όπως αναφέρει ό Γ. Τουσίμης κατατρυχόταν άπό τούς έπαρχιώτες τής μητροπόλεώς του12.
Ακριβή εικόνα τής έκπαιδευτικής καταστάσεως τής πόλεως στά χρόνια έκείνα παρέχει ό Γιώργος Φ. Ρουμελιώτης13, ό όποιος με στοιχεία ακλόνητα άποδεικνύει ότι ή γνώμη τού καθηγητή Στέφανου Παπαδόπουλου ότι το 1857 συστήθηκε το πρώτο έλληνικόν σχολείον14 δεν εύσταθεί, διότι καί πριν άπό τό 1857 γίνεται μνεία γιά έλληνικό σχολείο στήν Έδεσσα στον Κώδικα τής έν Βοδενοίς Μητροπόλεως και συγκεκριμένα γιά τις χρονιές 1836-1837 και 1844-1845 15.
Εκείνο πού δέν έχουμε γιά τή λειτουργία τών σχολείων αυτών είναι τό γεγονός ότι μας λείπει μιά μαρτυρία λεπτομερής γιά τόν τρόπο τής λειτουργίας των, ένα είδος έκθέσεως λειτουργίας τον, όπως περίπου γίνεται μέ τό γράμμα αυτό, πού δημοσιεύουμε γιά τό έτος 1857, σέ σύγκριση μέ τό 1860, καί τήν έξαγωγή τών ανάλογων συμπερασμάτων.
Ιδιαίτερη εντύπωση μας προκαλεί τό γεγονός ότι κατά τή διάρκεια τών έξετάσεων ό μητροπολίτης, μέ τις έρωτήσεις του γιά τήν επίδοση τών μαθητών όχι μονάχα στή γραμματική καί τό συντακτικό άλλά καί στήν άριθμητική καί τή γεωμετρία, προκάλεσε τό διαφέρον του παρεπίδημου έπισκέπτη του, ώστε νά τονίσει τή χαρά καί τήν αγαλλίαση πού είδε στά πρόσωπα άπάντων τών κατοίκων καί νά έπαινέσει τόν δεσπότη γιά τήν δλη του έργασία, διότι ον μόνον έν Βοδενοίς άκαμάτως φροντίζει περί τής κοινής ώφελείας τού ποιμνίου τον άλλα καί άλλαχού, δηλαδή γιά ολόκληρη τήν έπαρχία του, όπου ίδρυσε σχολεία μέ καταλλήλους διδασκάλους πρός έκπαίδευσιν τής νεολαίας.
Πως, λοιπόν, ήταν δυνατόν, ενθουσιασμένος άπό τό έργο αυτό, νά μήν άναφωνήσει ότι ευτυχισμένες είναι οι έπαρχίες έκεϊνες πού έχουν τέτοιους αρχιερείς;
Καί γιατί νά μήν είναι εύτυχισμένες, όταν ένδιαφέρονται όχι μονάχα γιά τά έκπαιδευτικά θέματα άλλά καί γιά κοινωνικά, όπως τό ενδιαφέρον πού έδειξε ό Νικόδημος γιά τή μεταφορά ποσίμου νερού στήν πόλη άπό μία απόσταση μακρινή, κάτι πού ήταν τόσο ζωτικό γιά τούς κατοίκους τής 'Έδεσσας;
2. Ένα χρόνο άργότερα, τό 1861, συναντούμε τό δεύτερο δημοσίευμά μας γιά τήν κατάσταση τής έκπαιδεύσεως στήν Έδεσσα, στήν έφημερίδα Ό Ανατολικός Άστήρ16, τήν έφημερίδα εκείνη πού έξέδιδαν οί τρεις διδάσκαλοι τής Μεγάλης τού Γένους Σχολής, ό Ιωάννης Φιλαλήθης, ό Κωνσταντίνος Φωτιάδης, ό όποιος άργότερα διορίσθηκε ηγεμόνας στή Σάμο, καί ό Βασίλειος Καλλίφρων.
Ή έφημερίδα αυτή μέ υπότιτλο Έφημερίς τής δημοσίας έκπαιδεύσεως, εκκλησιαστική, φιλολογική, εμπορική καί τών διαφόρων ειδήσεων κυκλοφορήθηκε στις 6 Όκτωβρίου 1861 καί στό 9ο φύλλο της (29.11.1861, σ. 3), μέ τίτλο Δημοσία έκπαίδενσις, άναφέρθηκε στήν Έδεσσα καί τά σχολεία της ώς έξής:
Μετά πολλής τής εύχαριστήσεως πληροφορούμεθα έπισήμως τόν περί τήν εθνικήν έκπαίδευσιν άξιέπαινον ζήλον τών Έδεσσηνών (κατοίκων τών Βοδενών).
Ούτοι, έκτος τών μέχρι τούδε ύπαρχουσών παρ’ αύτοΐς δύο σχολών, έλληνικής τε καίάλληλοδιδακτικής, έξ ών εις μέν τήν πρώτην διδάσκονται μαθηταί έπέκεινα τών πεντήκοντα υπό άξίον διδασκάλον, τού κύρίον Α. Μαργαρίτον, ουν μόνον τήν έλληνικήν γλώσσαν, άλλά καί τά λοιπά βοηθητικά μαθήματα, οίον άριθμητικήν, γεωμετρίαν, κατήχησιν, ιστορίαν, γεωγραφίαν, ώς καί άρχάς τής γαλλικής, εις δε τήν δευτέραν διδάσκονται τριακόσιοι μαθηταί, κατά τούς τύπους τών μεθοδικωτέρων σχολείων, υπό τού άλληλου διδασκάλου κ. Μπαϊνανίδου, άπεφάσισαν γενναίως, τή άξιεπαίνω προτροπή τού μουσοτραφούς αυτών Αρχιερέως, ενός τών τά μάλιστα τροφίμων τής καθ’ ημάς Θεολογικής έν Χάλκη Σχολής, ϊνα οίκοδομήσωσι καί άλλην λιθόκτιστον σχολίων 34 πήχεων μήκους καί 20 πλάτους, διώροφον, άνω μέν έλληνικήν, κάτω δε άλληλοδιδακτικήν, διά τό άνεπαρκές τών μέχρι τούδε δύο σχολείων ώς πρός τήν πληθύν τών μαθητών.
Ή νέα σχολή κείται έπί τής άκροτόμον, ύψους έκατόν πήχεων, εις τήν άνατολικήν άκραν τής πόλεως, εχουσα κάτωθεν μέν αυτής τήν κατάφυτον εκείνην κοιλάδα, έν ή, κατά τόν πατέρα τής ιστορίας Ηρόδοτον, ήσαν οί κήποι τού Μίδα μέ τά έξη κοντάφυλλα καί αυτοφυή ρόδα των, έν άπόπτω δέ τήν Θεσσαλονίκην καί τάς περί τόν Θερμαϊκόν κόλπον πεδιάδας.
Προβαίνει δέ τό έργον, καθ’ ας έχομεν πληροφορίας, διά τών αξιέπαινων προσπαθειών τού τε Άρχιερέως, τών έφορων, και άπάντων έν γένει τών πολιτών, κοινή σύμπνοια καί γνώμη.
Πεποίθαμεν ότι τούς άξιεπαίνους Βοδενιώτας θέλουσι μιμηθή καί οί Γενιτζιώται, οίτινες, δυστυχώς, έχουσι τήν σχολήν αυτών άνευ διδασκάλου πρό τίνος ήδη καιρού.
Αλλ’ έλπίζομεν ότι ανδρες, οιτινες άντέστησαν εις τήν άκάθεκτον ορμήν τού έπαπειλήσαντος αυτούς Ουνιτισμού, διατηρήσαντες άμώμητον τήν ίεράν έκ προγόνων παρακαταθήκην, τήν ορθόδοξον, λέγομεν, πίστιν, ουδέποτε θέλουσιν άνεχθή νά κατακλυσθώσιν υπό τού χειμάρρου τής άμαθείας, μή φροντίζοντες περί τής χριστιανικής, ηθικής καί διανοητικής μορφώσεως τών τέκνων αυτών καί προστρίβοντες ώς έκ τούτου μώμον έαυτοίς άνεξάλειπτον.
Ό «Ανατολικός Αστήρ» προθύμως θέλει δημοσιεύσει, έντός ολίγου ίσως, γενναίαν πράξιν καί τούτων τών καλών καί άγαθών χριστιανών πρός άμιλλαν καί άλλων.
Τό δημοσίευμα αυτό, προφανώς της διευθύνσεως της έφημερίδας, στηριζόμενο, όπως φαίνεται, σέ γράμμα αυθεντικό κάποιου επίσημου Έδεσσαίου άφού τονίζει ότι πληροφορούμεθα έπισήμως-, έρχεται υστέρα από ένα χρόνο μετά τό δημοσίευμα της έφημερίδας Ό τηλέγραφος τού Βοσπόρου καί Βυζαντίς νά μας ένημερώσει γιά τήν κατάσταση τής παιδείας στήν Έδεσσα τή χρονιά εκείνη (1861). Εκείνο πού οφείλουμε νά τονίσουμε είναι τό γεγονός ότι μας δίνει περισσότερα στοιχεία γιά τήν έκπαίδευση στήν πόλη, παραθέτοντας καί τό όνομα του δασκάλου τόσο τής Ελληνικής όσο καί τής Αλληλοδιδακτικής σχολής, καθώς καί τόν άριθμό τών φοιτώντων μαθητών καί τών μαθημάτων που διδάσκονταν. Έτσι μαθαίνουμε ότι διδάσκαλος στήν Ελληνική σχολή, ήταν ό Ά. Μαργαρίτης, ένώ στήν Αλληλοδιδακτική έδίδασκε κάποιος Μπαϊνανίδης, όνομα άγνωστο ως τώρα γιά μας άπό τις διάφορες πηγές17.
Ταυτοχρόνως μαθαίνουμε ότι, ένώ ή Ελληνική σχολή είχε παραπάνω άπό 50 μαθητές, οί όποιοι διδάσκονταν τήν έλληνική (γλώσσα), άριθμητική, γεωμετρία, κατήχηση, ιστορία, γεωγραφία καί τις άρχές τής γαλλικής, ή Αλληλοδιδακτική είχε 300 μαθητές οί όποιοι διδάσκονταν τά μαθήματα έκείνα πού καθορίζονταν σύμφωνα μέ τούς τύπους τών μεθοδικωτέρων σχολείων18.
Τό κυριότερο σημείο τού δημοσιεύματος αύτού είναι εκείνο πού άναφέρεται στήν ανέγερση μιας άλλης λιθόκτιστης σχολής, ή οποία, όπως φαίνεται άπό τά γραφόμενα, άρχισε νά χτίζεται τή χρονιά έκείνη, διώροφη, ώστε στό ισόγειο νά στεγάζεται ή Αλληλοδιδακτική σχολή καί στόν 1ο όροφο ή Ελληνική, ένέργεια πού άποδίδεται στήν πρωτοβουλία του μητροπολίτη Νικόδημου, τον όποιο καί έπαινεί γιά τις δραστηριότητες του, καθώς καί στούς έφορους τών σχολείων καί όλους τούς Έδεσσαίους οί όποιοι βοήθησαν τό εργο αυτό.
Άναφέροντας τό μήκος καί τό πλάτος τού νέου κτιρίου19, μάς καθορίζει καί τό άνατολικό σημείο τής πόλεως, όπου χτιζόταν ψηλά, πάνω στόν άπότομο βράχο πού δεσπόζει στήν πόλη, ώστε άπό τό σημείο εκείνο νά μπορεί νά άγναντεύει κανείς όχι μόνο τον θαυμάσιο κάμπο πού έκτείνεται στά πόδια τής πόλεως άλλά καί αύτήν άκόμα τή Θεσσαλονίκη καί τις πεδιάδες γύρω άπό τόν Θερμαϊκό κόλπο.
Τό σχολείο αυτό μέ τήν καταπληκτική πρός τόν κάμπο θέα, στό όποιο φοιτήσαμε κι εμείς τό καλοκαίρι τού 1941 (Ιούλιος), όταν άνοιξαν τά σχολεία, μετά τόν Έλληνοϊταλικό Πόλεμο, έπειδή τό περικαλλές κτίριο τού Γυμνασίου είχε καταληφθεί άπό τούς Γερμανούς καταχτητές, σήμερα δέν ύφίσταται, διότι κάηκε τό 1944 κατά τήν πυρπόλνση τής πόλεως άπό τούς Γερμανούς10.
Σέ ιδιαίτερη παράγραφο γίνεται λόγος καί γιά τήν πόλη τών Γενιτσών καί τούς κατοίκους της (Γενιτζώτες) οί όποιοι, δυστυχώς, έχουσι τήν σχολήν αυτών άνευ διδασκάλου καί μάλιστα άπό καιρό.
Έτσι μαθαίνουμε κάτι, πού ώς τώρα αγνοούσαμε, ότι δηλαδή στά Γιαννιτσά τό 1861 υπήρχε, βέβαια, σχολείο, άλλά δέν λειτουργούσε, διότι δέν υπήρχε δάσκαλος21.
Αγνοούμε τόν λόγο γιατί δέν λειτουργούσε.
Ή έφημερίδα πιστεύει ότι καί οί κάτοικοι τών Γενιτσών γρήγορα θά άποκαταστήσουν στό σημείο πού πρέπει τά εκπαιδευτικά τους ζητήματα, άφού μέ τόση γενναιότητα καί έμμονή στήν ορθοδοξία άντέστησαν εις τήν άκάθεκτον ορμήν τού έπαπειλήσαντος αύτούς ουνιτισμού, διατηρήσαντες άμώμητον τήν ίεράν εκ προγόνων παρακαταθήκην, τήν ορθόδοξη πίστη τους22, κάτι γιά τό όποιο καί τούς έπαινεί καταλλήλως.
3. Τό τρίτο δημοσίευμα, σταλμένο κι αυτό άπό κάποιον καί πάλι ανώνυμο συνδρομητή ώς είδος άνταποκρίσεως άπό τήν Έδεσσα στις 15 Ιουλίου τού έπόμενου έτους (1862) στήν έφημερίδα τής Κων/πόλεως 'Ομόνοια23, άναφέρεται κι αυτό στήν κατάσταση τής παιδείας καί μάλιστα στις σχολικές έξετάσεις τής χρονιάς έκείνης, ένα θέμα τόσο προσφιλές στό αναγνωστικό κοινό τό όποιο παρακολουθούσε μέ διαφέρον τήν πνευματική κίνηση τών έπαρχιών.
Στό φύλλο 23 τής 25ης Ιουλίου τοΰ 1862 (σ. 92) διαβάζουμε τά εξής:
Κύριε συντάκτα τής «Ομονοίας»
Πρό τινων ημερών, μεταβαίνων ενταύθα εις Βοδενά πρός σννάθροισιν του βομβυκοσπόρου, κατά τήν έκ Γενιτσών διάβασίν μου είδον τά ηράκλεια κατορθώματα τής Δυτικής προπαγάνδας, άπερ έξασκεί έπί τινων άτόμων έκ τού εσχάτου όχλου τής κωμοπόλεως ταύτης.
Έλυπήθην άληθώς διά τήν πάσχουσαν ταύτην κοινωνίαν καί έταλάνισα πλανώντας και πλανωμένους, τούς μέν ώς όνειροπολούντας παποκρατίαν έν τή συναθροίσει τών σκυβάλων έκ πάσης χριστιανικής κοινωνίας, τούς δέ ώς γενομένους ώνια ιδανικών ύλικών συμφερόντων και ως εν ακιζομένους υπό υποσχέσεων, τών όποιων ή πραγματοποίησις άντίκειται εις τήν τάξιν τών νόμων τής Σεβαστής Κυβερνήσεως άλλ’ ίσην θλίψιν έδοκίμασα εις Γενιτσά, τοσαύτης άπ’ έναντίας ψυχικής χαράς και ευφροσύνης ευτύχησα νά γίνω μέτοχος ένταύθα κατά τήν έπέτειον έορτήν τών άγίων Αποστόλων, καθ’ ήν ημέραν έτελέσθησαν δημοτελώς αί έξετάσεις τών 65 μαθητών τής Ελληνικής Σχολής και τών υπέρ τούς διακοσίους τής Αλληλοδιδακτικής.
Μετά τήν άρχιερατικήν θείαν λειτουργίαν συγκινητικώτατον θέαμα ήν νά βλέπει τις τό πλήθος τών μαθητών, λευκοφορούντων τινών, και πάντων άδόντων, μεταβαινον άπό τής παλαιάς Σχολής εις τήν νέαν περικαλλή καί πάντερπνον, τήν όποίαν ή τε φυσική θέσις και ή διά συνεργείας τού μουσοτραφούς άρχιερέως άγ. Βοδενών κυρίου Νικοδήμου άναπτυχθεισα φιλοκαλία και έλευθεριότης τών Έδεσσηνών έφιλοτιμήθησαν νά καταστήσωσιν άγλάϊσμα, ού μόνον τής Εδέσσης άλλά και πάσης τής Μακεδονίας.
Μετ’ όλίγας δέ στιγμάς κατείχεν ήδη ή Σχολή έντός αυτής τόν σεβάσμιον άρχιερέα, τόν πολλά ύπέρ αυτής μογήσαντα, παρακολουθούμενον ύπό τού ιερατείου, τών έφορων και τών προκρίτων, τών κατοίκων πάσης τάξεως και ήλικίας, τών παρεπιδήμων Ιταλών και Γάλλων έμπορων τού βομβυκοσπόρου και έπιτέλους τού συμβουλίου τής τοπικής Αρχής.
Δέν έχρειάζετο δέ λυγκεύς τις ή διορατικός οφθαλμός, ϊνα άνακαλύψει τήν χαράν τής συνειδήσεως τών Έδεσσηνών και τήν συναίσθησιν ότι διά τής γενναίας θυσίας τού όβολού των έξεπλήρωσαν πρώτιστον καί ίερώτατον καθήκον πολλοί δέ, καί πρό πάντων ό σεβάσμιος άρχιερεύς, δέν ήδύναντο νά κρατήσωσι τά δάκρυά των, έν δσω οί μέν μαθηταί έναρμονίως καθωμολόγουν δι’ άσμάτων τήν ευγνωμοσύνην των, ό δ’ έλλόγιμος διδάσκαλος κ. Α. Μαργαρίτης δι’ εύφραδούς άμα καί γοητευτικού λόγου, άκριβολογήσας πρώτον τήν άπό τού παρελθόντος έτους αχρι τής σήμερον κατάστασιν τής Σχολής, άπεδείκνυε διά τίνων θυσιών τών πατέρων κατασκευάζεται ή διανοητική καί ηθική διάπλασις τών τέκνων του.
Μετά ταύτα δέ, καί μετά τήν προηγηθείσαν τούτων δέησιν πρός Κύριον, ήρξαντο οί εξετάσεις καί έν διαστήματι δύο ήμερων έξετάσθησαν οί μαθηταί τών τεσσάρων τάξεων τού Ελληνικού, τής μέν πρώτης εις τόν Δημοσθένην μετά πλήρους εφαρμογής τού συντακτικού, εις τήν Ιεράν κατήχησιν, εις άρχάς τής γαλλικής γλώσσης, εις γεωμετρίαν, πολιτικήν ιστορίαν και φυσικήν γεωγραφίαν.
Της δέ β' εις Πλούταρχον και Λυσίαν, ιεράν κατήχησιν, ιστορίαν καί άριθμητικήν καί εφεξής τής τρίτης καί τετάρτης εις τά διδαχθέντα αύτοις μαθήματα.
Έν γένει δέ οί πλείονες τών μαθητών ενστόχως άπήντησαν εις τάς ερωτήσεις τού τε διδασκάλου καί τού άρχιερέως, έξ ού καταφαίνεται καί πρόοδος τών μαθητών ούκ ευκαταφρόνητος καί φιλοπονία τού ελληνοδιδασκάλου κ. Α. Μαργαρίτου άξιέπαινος τήν τρίτην δέ ημέραν έξετάσθησαν καί άπαντες οί ηλικιωμένοι μαθηταί τής Αλληλοδιδακτικής Σχολής ευδοκίμησαντες καί ούτοι, μάλιστα δέ οί 16 τόν άριθμόν προπαρασκευασθέντες νά μεταβώσιν εφέτος εις τήν Έλληνικήν, ώς κανονικώς άναγνώσαντες καί διδαχθέντες τάς άρχάς τής γραμματικής καί τά τέσσαρα τής άριθμητικής πάθη, διό καί δίκαιος έπαινος άποδίδεται τώ άλληλοδιδασκάλω κυρίω Γ. Μπαϊνανίδη.
*Έπαινος άληθώς μέγας όφείλεται εις τούς κατοίκους τής πόλεως τ αυτής, διότι έναρμονίως συζώντες μετά τού σεβαστού άρχιερέως των προ τριών ήδη έτών έπεχειρίσθησαν τήν πολυδάπανον μεταφοράν ποσίμου ύ ό ατό ς μακρόθεν, καί, μολονότι τού έργου φθάσαντος εις τό τέρμα του, δυστυχώς, τά ύδατα είτε έκ τής άνυδρίας είτε έξ άλλης άγνώστου αιτίας έξέλιπον έκ τής πηγής αυτής• δεν άπηύδησεν δμως ό κοινωφελής ζήλος αυτών.
Ιδού καί σχολείον έκ βάθρων, όποιον, άσυγκρίτφ λόγω μεγαλύτεραι πόλεις στερούνται, ώκοδόμησαν καί νοσοκομείον συνέστησαν καί ήδη σκέπτονται τήν παλαιάν Σχολήν εις Παρθεναγωγειον νά μεταποιήσωσιν.
Ας εύχηθώμεν βάσκανος οφθαλμός νά μην ίδη τούς άδελφούς τούτους.
Βοδενά τήν 15 Ιουλίου 1862
Εις τών συνδρομητών σας
Του γράμματος αύτού δέν γνωρίζουμε αν συντάκτης είναι ό ίδιος μέ τό δημοσιευμένο κείμενο στόν Τηλέγραφο τού Βοσπόρου καί Βυζαντίδα της 8ης Όκτωβρίου 1860, πριν άπό μιά διετία.
Τό κύριο στοιχείο της έπιστολης αυτής είναι ό ένθουσιασμός καί ή χαρά του συντάκτη της γιά τήν πρόοδο πού είδε στά σχολεία τής Έδεσσας, τόσο στήν Ελληνική όσο καί τήν Αλληλοδιδακτική σχολή καί προπάντων τό γεγονός τής μεταβάσεως τών μαθητών στό νέο περίλαμπρο διώροφο κτίριο καί τής έγκαταστάσεως των πλέον έκεί, ένα χαρμόσυνο γιά τήν Έδεσσα γεγονός πού τόση χαρά σκόρπισε σέ όλους, όσοι παραβρέθηκαν έκεί τήν ημέρα τών έξετάσεων τών σχολείων, γεγονός πού κατά κύριο λόγο όφειλόταν στις ένέργειες τού ρηξικέλευθου μητροπολίτη Νικοδήμου, ό όποιος πράγματι έμόχθησε νά φέρει σέ πέρας τό δύσκολο βέβαια αλλά καί τόσο ευχάριστο αυτό έργο.
Άπό τά γραφόμενα στήν άρχή τού γράμματος φαίνεται ότι ήταν έμπορος «βομβυκοσπόρου», τού σπόρου έκείνου πού δημιουργεί τούς μεταξοσκώληκες24, τά «κουκούλια»25 δηλαδή, γιά τήν παραγωγή καί βιομηχανική επεξεργασία τών οποίων άνέκαθεν φημιζόταν τόσο ή Έδεσσα καί τά Γιαννιτσά όσο καί ή Νάουσα26.
Τό γεγονός όμως εκείνο, τό όποιο ευθύς εξαρχής μας ξενίζει, ώστε νά προβληματιζόμαστε, είναι ή κατάσταση πού έπικρατούσε στά Γιαννιτσά σχετικά μέ τήν παπική προπαγάνδα καί τίς προσπάθειές της γιά προσηλυτισμό τών ορθοδόξων κατοίκων της.
Βλέποντας τήν κατάσταση αυτή ό συντάκτης τής έπιστολής εκφράζει τή λύπη του διά τήν πάσχουσαν ταύτην κοινωνίαν, όπως γράφει, καί κατηγορεί τόσο τούς προπαγανδιστές όσο καί τούς προπαγανδιζομένους, τούς όποιους θεωρούσε παρασυρμένους άπό τίς υποσχέσεις τών παπικών, άποκαλώντας τους ώνια (ψώνια) υλικών συμφερόντων και φενακιζομένους (άπατημένους).
Ευτυχώς, χάρη στις ενέργειες τών μητροπολιτών Βοδενών Νικοδήμου καί Θεσσαλονίκης Νεοφύτου27 άλλά καί τής άντιδράσεως τών ορθοδόξων Γενιτσιωτών οί προσπάθειες τών ουνιτών τελικά δέν είχαν κανένα άποτέλεσμα28.
Άναφερόμενος ειδικότερα στήν κατάσταση τής έκπαιδεύσεως θά τονίσει ότι οί μαθητές τής Ελληνικής σχολής ήταν 65, ενώ τό 1861 ήταν 50, καί θά παρουσιάσει μέ λεπτομέρεια καί τούς συγγραφείς τούς οποίους διδάσκονταν κατά τάξεις, καθώς καί τό ευχάριστο κλίμα πού επικράτησε σέ όλη τή διάρκεια των έξετάσεων μέ τις εύστοχες απαντήσεις τών μαθητών στις έρωτήσεις τού δεσπότη τους καί τήν ικανοποίηση τών γονέων τους καί τών άλλων ακροατών.
Εντύπωση μας προκαλεί τό γεγονός ότι στήν Α' τάξη τής σχολής διδασκόταν ό Δημοσθένης καί στή Β' ό Πλούταρχος καί ό Λυσίας, ένώ, κατά τή γνώμη μας, θά έπρεπε νά συμβαίνει τό αντίθετο, γιατί μεταξύ τών συγγραφέων αυτών ό Δημοσθένης θά έπρεπε νά διδάσκεται στή Β', ό λόγος του όποιου είναι πολυπλοκότερος καί πυκνότερος σέ νοήματα, ένώ ό Λυσίας καί ό Πλούταρχος διακρίνονται περισσότερο γιά τήν άπλότητά τους.
Σχετικά μέ τήν Αλληλοδιδακτική σχολή, εκείνο πού πρέπει νά σημειώσουμε είναι ή επισήμανση ότι σ’ αυτήν, έκτός άπό τά μικρά παιδιά τά όποια φοιτούσαν έκεί, υπήρχαν καί ήλικιωμένοι καί μάλιστα 16, γεγονός ευχάριστο γιά τή σχολή αυτή, ό κύκλος τής όποίας διευρυνόταν, άφού άγκάλιαζε μεγαλύτερες ήλικίες προσφέροντας τά φώτα τής παιδείας σέ μιά έποχή πού τόσο αναγκαία ήταν ή διάδοσή της.
Έκτός άπό τήν παιδεία θ’ άναφερθεί καί σέ άλλα θέματα καί μάλιστα τής ύδρεύσεως τής πόλεως, ένα θέμα πού είχε θίγει ήδη άπό τό 1860 μέ τό γράμμα τού έπιστολογράφου άπό τά Βιτώλια29, σημειώνοντας ότι πιθανώς λόγω τής άνυδρίας πού είχε παρατηρηθεί τή χρονιά έκείνη ή ίσως καί γιά άλλους λόγους ή παροχή νερού δέν είχε έπιτευχθεί άκόμα.
Μέ χαρά έπίσης θά άνακοινώσει ότι ή Έδεσσα άπέκτησε καί νοσοκομείο30, τόσο άναγκαίο καί άπαραίτητο γιά τήν πόλη καί τήν περιοχή όλη στούς χαλεπούς εκείνους καιρούς, πού ή υγειονομική περίθαλψη ήταν ένα σπανιότατο είδος, άπρόσιτο όνειρο.
4. Τέλος, ένα άκόμη δημοσίευμα τής έφημερίδας Ανατολικός Άστήρ φέρνουμε στό φώς (φ. 236/4.3.1865, σ. 466), σχετικό μέ τήν κατάσταση τής παιδείας ύστερα άπό τρία χρόνια, μέ τίτλο «Εκπαιδευτικά. Σχολεία Βοδενών», τό όποιο έχει ώς έξής:
Ή σχολή Βοδενών, διηρημένη είς Έλληνικήν και Αλληλοδιδακτικήν, περιέχει 300 μαθητάς, τεσσαράκοντα πέντε τών όποιων άνήκοντες εις τήν Έλληνικήν και τέσσαρας κλάσεις άποτελούντες, άκούουσιν οίμέν τής Α', έκ 5 μαθητών συνισταμένης, παρά τού Α' έλληνοδιδ(ασκάλου) Κ. Πατρικοπούλου Δημοσθένην, γεωμετρίαν, άλγεβραν, γαλλικά, γεωγραφίαν μαθη ματικήν, ίεράν κατήχησιν, γενικήν ιστορίαν και εκθέσεις ιδεών μετά θεμάτων οί δε τής Β', έκ 12 μαθητών συγκειμένης, παρά τού αύτού Πλούταρχον, συντακτικόν, γεωγραφίαν πολιτικήν, άριθμητικήν, έλληνικήν ιστορίαν, κατήχησιν και άρχάς γαλλικών εις δέ τήν Γ' έκ 13 μαθητών συνισταμένην, παραδίδονται υπό τού Β' έλληνοδ(ιδασκάλον) Ν. Παντελίδου τα έξής:
Ξενοφών, γραμμ(ατική), άριθμητικ(ή), κατήχησις και γεωγραφία• ώς και εις τήν Δ' έκ 15 μαθητών συνισταμένην, υπό τού αύτού, Λουκιανός, γραμμ(ατική), άριθμ(ητική), ιερά ιστορία και γεωγραφία.
Οί δέ άλληλοδιδασκόμενοι μαθηταί 255 διδάσκονται παρά τού δημοδιδασκάλου Δ. Πλαταρίδου γραφήν, άνάγνωσιν έπί διαφόρων ηθικών βιβλίων, γραμματικήν και άρίθμησιν.
Διατηρείται συν τούτοις έν Βοδενοίς καί Παρθεναγωγείον, έξ 70 μαθητριών συγκείμενον, καί διευθύνεται υπό τής κ. Μαρίας Δ. Κασσανδρείας, διδασκούσης τά τής γραφής, άριθμήσεως καί άναγνώσεως μαθήματα καί τινα χειροτεχνήματα.
Μέ τό δημοσίευμα αυτό (τό 1865) ή έφημερίδα προβαίνει σέ μιά τελική άπεικόνιση τής καταστάσεως τής παιδείας, παρουσιάζοντας:
α) τό μαθητικό δυναμικό κατά σχολείο,
β) τό διδακτικό προσωπικό,
γ) τά διδασκόμενα μαθήματα, τά όποια, άλλωστε, ήταν γνωστά καί άπό προηγούμενα γράμματα συνδρομητών (άνταποκριτών) τής έφημερίδας καί τέλος τή λειτουργία καί Παρθεναγωγείου31, ή έναρξη τού όποιου, όπως μαθαίνουμε άπό άλλες πηγές, έγινε τό 1863.
Ιδιαίτερο ένδιαφέρον παρουσιάζει τό κείμενο αυτό, διότι μας γνωρίζει νέα ονόματα δασκάλων, τά όποια μας ήταν ώς τώρα άγνωστα. Έτσι μαθαίνουμε ότι στήν Α' καί Β' τάξη τής Ελληνικής σχολής (Σχολείου) έδίδασκε ό έλληνοδιδάσκαλος Πατρικόπουλος, ό όποιος μάς γίνεται γνωστός μόνο μετά τό 1863 32 καί ό Ν. Παντελίδης, όνομα γιά πρώτη φορά έμφανιζόμενο εδώ, καθώς επίσης καί ή παρθεναγωγός Μαρία Δ. Κασσανδρεία.
Γιά πρώτη έπίσης φορά έμφανίζεται στό κείμενο αυτό καί ό δημοδιδάσκαλος Δ. Πλαταρίδης, ό όποιος σημαντικότατο θά διαδραματίσει ρόλο στή μετέπειτα πορεία καί έξέλιξη τής παιδείας33 έπί σειράν έτών προσφέροντας τις πολύτιμες υπηρεσίες του.
Γ. Επίλογος
Εξετάζοντας συνολικά τά τέσσερα αυτά δημοσιεύματα τών έφημερίδων τής Κων/πόλεως, παρατηρούμε ότι, ένώ τό 1857 ή κατάσταση τής παιδείας στήν Έδεσσα δέν ήταν ευνοϊκή, άφού υπήρχε βέβαια σχολείο, άλλά, όπως φαίνεται, λειτουργούσε υποτονικά (αν ευ σχεδόν διδασκάλων καί μαθητών), τό 1862 βελτιώθηκε σέ άφάνταστο βαθμό όχι μόνο μέ λειτουργία σχολείου κανονική άλλά κυρίως καί προπαντός μέ ανέγερση καινούργιου διδακτηρίου -καί τούτο χάρη στις ένέργειες τού νέου μητροπολίτη Νικοδήμου-, ένα γεγονός τό όποιο πρέπει νά έξαρθεί ιδιαιτέρως, άν λάβουμε ύπόψη μας ότι λίγες ήταν οί πόλεις τής Μακεδονίας πού θά μπορούσαν νά συναγωνισθούν τήν Έδεσσα στήν ένέργεια αυτή.
Τέλος μέ τό δημοσίευμα του 1865 παρατηρούμε ότι ή κατάσταση βελτιώθηκε άκόμη περισσότερο καί παγιώθηκε «έπί τά βελτίω», άφού, έν τώ μεταξύ, ιδρύθηκε καί Παρθεναγωγείο.
Έτσι οί Έδεσσαΐοι θά έπρεπε νά είναι περήφανοι γιά όλα, γιατί χάρη στήν έπιμονή τους καί τήν άπέραντη άγάπη τους πρός τήν παιδεία κατόρθωσαν νά ανυψώσουν τήν εκπαιδευτική στάθμη τής πόλεως σέ τέτοιο σημείο, ώστε νά παραμένει αξιοζήλευτη καί παράδειγμα πρός μίμηση γιά τήν άντιμετώπιση τών όποιωνδήποτε δυσκολιών πού μπορέϊ νά συναντήσει κανείς σέ παρόμοιες περιπτώσεις, σέ χαλεπούς δηλαδή καιρούς, όπως ήταν τά δίσεχτα έκείνα χρόνια τής τουρκοκρατίας.
Παραπομπές
1. Προβαίνουμε στή διάκριση αυτή, διότι οί όροι αυτοί δέν πρέπει νά
ταυτίζονται- ή «παιδεία» ώς ευρύτερη έννοια καλύπτει τήν ενσυνείδητον και
σκοπίμως ώργανωμένην κοινωνικήν λειτουργίαν τής διαμορφώσεως του άνθρώπου πάσης
ηλικίας ώς ατομικής προσωπικότητος καί ώς κοινωνικού όντος, ενώ ή «εκπαίδευση»
ώς στενότερη έννοια εκφράζει τήν διά του σχολείου ώργανωμένην παιδείαν, Ν.
Δενδρινού-Άντωνακάκη, άρθρο «Παιδεία», Μεγάλη Παιδαγωγική Εγκυκλοπαίδεια, τ.
Δ', Άθήναι, έκδ. Ελληνικά Γράμματα - Herder, 1964, σ. 338.
2. Άπό τό πλήθος τών εργασιών αυτών σημειώνουμε τις
κυριότερες:
α. Τρύφων Ε. Εύαγγελίδης,
Ή παιδεία επί τουρκοκρατίας, τ. Α', Άθήναι 1936, σσ. 107-109.
β. Ματθαίος Κ. Παρανίκας,
Σχεδίασμα περί τής εν τω έλληνικω εθνει καταστάσεως τών γραμμάτων άπό άλώσεως
Κωνσταντινουπόλεως..., Κων/πολις 1867, σ. 50.
γ. Στέφανος Ί.
Παπαδόπουλος, Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα του ελληνισμού τής
Μακεδονίας κατά τον τελευταίο αιώνα τής τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 1970, σσ.
80-84 (μνημειώδες έργο).
δ. Έδεσσαίος, «Έδεσσα (τέως Βοδενά)», Μακεδονικόν
Ήμερολόγιον, (Άθήναι 1908) 213-223.
ε. Ευστάθιος Στουγιαννάκης,=Έδεσσα ή
Μακεδονική εν τη ιστορία, Θεσσαλονίκη 1932, Έδεσσα 2001 (άνατύπωση), σ. 242
κ.έ.
στ. Γεώργιος Τουσίμης, «Επισκοπικός κατάλογος Μητροπόλεως Εδέσσης», περ.
Έδεσσαϊκά Χρονικά, τχ. 2 / Μάϊος-Αύγουστος 1972, σσ. 5-17.
ζ. Γιώργος Φ.
Ρουμελιώτης, Ό νέος ελληνισμός στήν ’Έδεσσα (Βοδενά), "Εδεσσα 2000.
3. Ό Γεώργιος Τουσίμης (μακαρίτης τώρα πιά), χωρίς
πανεπιστημιακές περγαμηνές, φιλομαθής στό έπακρο καί εργασιομανής, όσο
ελάχιστοι σήμερα επιστήμονες, άναμόχλευσε τήν ιστορία τής πατρικής του κοιτίδας
καί μέ τίς έρευνες του έριξε φως σέ πλείστα όσα σκοτεινά σημεία καί μέ τά
δημοσιεύματα του επάξια μπορεί νά σταθεί δίπλα σέ επιστήμονες ιστορικούς οί
όποιοι, όσο κι άν κατέχουν τίτλους καί διπλώματα, δέν θά μπορούσαν νά
συγκριθούν μαζί του γιά τό άρτιο καί αξιοζήλευτο έργο του, ένα έργο πού
έπεκτείνεται σέ πολλούς ιστορικούς τομείς, τούς όποιους ερεύνησε καί σχολίασε
μέ μεγάλη προσοχή καί σχολαστικότητα (πρβλ. τίς εργασίες του στά περιοδικά
Έδεσσαϊκά Χρονικά, Ανάλεκτα, έφημερίδα Έδεσσαϊκή, τή συμμετοχή του σέ διάφορα
επιστημονικά συνέδρια μέ τήν πολυγλωσσία του κ.λπ.).
4. Ό Κ. Γ. Σταλίδης, φιλόλογος έξαίρετος μέ πολλές
ανησυχίες καί όραματισμούς ευγενικούς, πολυγραφότατος καί πολυτάλαντος όχι μόνο
ώς εκπαιδευτικός άλλά καί ώς συγγραφέας, δίκαια θά μπορούσε νά άποκληθεί ή ψυχή
τού εκλεκτού περιοδικού Έδεσσαϊκά Χρονικά, τό όποιο καί στήριξε πλουτίζοντάς το
μέ τίς θαυμάσιες έργασίες του, οί όποιες κάλλιστα θά μπορούσαν νά παραβληθούν
μέ τίς άξιόλογες μελέτες τού Γ. Τουσίμη, μέ τόν όποιο καί συνεργαζόταν
αρμονικά. Περιττεύει νά αναγράψουμε τίς πρωτότυπες καί (γιατί όχι;) βαρύγδουπες
μελέτες του γιά τήν Έδεσσα καί τήν περιοχή της, οί όποιες, κοντά στό κλασικό
έργο τού Ευσταθίου Στουγιαννάκη γιά τήν Έδεσσα, ένα έργο μοναδικό στήν
ιστοριογραφία τής πόλεως, ήρθαν νά καλύψουν τά κενά πού μέ τήν a posteriori
έρευνα παρατηρήθηκαν σέ προηγούμενα γιά τήν πόλη αύτή καί περιοχή βιβλία.
5. X. Θεοδωρίδης, Εισαγωγή στη φιλοσοφία, Αθήνα 1955, σσ. 31 καί 291.
6. Λεπτομέρειες γιά τήν έφημερίδα αυτή βλ. Μανουήλ
Ίω. Γεδεών, Άποσημειώματα Χρονογράφου 1800-1913, Έν Άθήναις, Τύποις «Φοίνικος»
1932, σο. 41-49. Βλ. και Παναγιώτης Φ. Χριστόπουλος, Έφημερίδες άποκείμενες στη
Βιβλιοθήκη τής Βουλής 1789¬1970, Αθήνα 1994, σσ. 65, 326,452.
7. Πρόκειται γιά τό οθωμανικό αύτοκρατορικό
διάταγμα πού παραχωρούσε θρησκευτικές ελευθερίες, ισονομία καί ίσοπολιτεία
στους υπόδουλους χριστιανούς, παραχω¬ρήσεις δήθεν ευεργετικές πρός τούς
χριστιανούς, άφοΰ δέν τηρήθηκαν άπό τούς Τούρκους, οί όποιοι άλλα διακήρυτταν
καί άλλα έπρατταν, άπλώς γιά νά «ρίξουν στάχτη» στά μάτια των Μεγάλων Δυνάμεων.
Τό κείμενο του «'Υψηλού Φερμανιού (δ/τος)», βλ. Χαράλαμπος Κ. Παπαστάθης, Οί
κανονισμοί τών ορθοδόξων ελληνικών κοινοτήτων του οθωμανικού κράτους και
τής διασποράς, Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 21-26.
8. Νικόδημος Κωνσταντινίδης• έχρημάτισε
μητροπολίτης Βοδενων άπό 8.2.1859 ώς τίς 2.4.1870. Καταγόταν άπό τήν Τένεδο.
Βλ. Τουσίμης, ό.π., σσ. 5-17. ’Άν λάβουμε ύπόψη μας ότι -σύμφωνα μ' έναν
κανονισμό, κατά τόν όποιο οί τελειόφοιτοι τής Θεολογικής Σχολής τής Χάλκης
είχαν δικαίωμα νά διδάσκουν-, αυτός ώς τελειόφοιτος καί μάλιστα διάκονος
έδίδαξε λατινικά τό άκαδημαϊκό έτος 1853-1854 στή Σχολή αυτή. συμπεραίνουμε ότι
ήταν καταρτισμένος ιεράρχης μέ μόρφωση εξαιρετική. Βλ. Βασίλειος Θ. Σταυρίδης, Ή ιερά Θεολογική Σχολή τής Χάλκης, 1844-1923, τ. Α', Άθήναι 1970, σσ. 142
καί 145, άπ’ όπου μαθαίνουμε ότι έτος άποπερατώσεως τών σπουδών του ήταν τό
1851. Στουγιαννάκης, ό.π., σ. 244 κ.έ.
9. "Οπως είναι γνωστό, στά χρόνια τής
τουρκοκρατίας, ακόμα καί στις άρχές τοΰ νεοελληνικού κράτους (1830) οί
έξετάσεις τών σχολείων γίνονταν μετά τό τέλος τών μαθημάτων, συνήθως τόν Ιούλιο
ή καί Αύγουστο μπροστά στό κοινό μέ έποπτεία τοΰ μητροπολίτη τής περιοχής ώς
είδος ένός -θά λέγαμε- σημερινού Γενικού Επιθεωρητή, ό όποιος καί υπέβαλλε
ερωτήσεις στους εξεταζόμενους μαθητές μέ παρουσία τών γονέων τους, τών τοπικών
αρχών καί άλλων πολιτών οί όποιοι τούς καλούσαν νά παραστούν καί νά
παρακολουθήσουν τή σχολική αύτή έκδήλωση. Βλ. Δ/γμα 1032/12.7.1830 (Χρ. Λέφας,
Ιστορία τής έκπαιδεύσεως, Άθήναι, ΟΕΣΒ, 1942, σ. 154).
10. «Ελληνική Σχολή» ή «Έλληνικόν Σχολείον» ήταν τό
σχολείο εκείνο τής κατώτερης βαθμίδας τής Μέσης Έκπαιδεύσεως πού ιδρύθηκε τό
1836 μέ τριετή ή καί διετή ακόμα φοίτηση καί πάντα άνάλογα μέ τίς τοπικές
συνθήκες πού επικρατούσαν στήν περιοχή τής λειτουργίας του. Σκοπός του σχολείου
αύτού ήταν νά προετοιμάζει τούς μαθητές του γιά τό γυμνάσιο (βλ. Σ. Δ.
Κορακίτης, άρθρο «Έλληνικόν σχολείον, ελληνοδιδάσκαλος». Μεγάλη Παιδαγωγική
Εγκυκλοπαίδεια, δ.π., τ. Β', σ. 475). Στις ύπόδουλες περιοχές όμως καί όπου δέν
υπήρχαν γυμνάσια, γιά νά συνεχίσουν τις σπουδές τους οι απόφοιτοι του Ελληνικού
σχολείου, λειτουργούσαν οί Αστικές Σχολές, τα σχολεία δηλαδή έκείνα πού είχαν 7
ή 8 τάξεις, άπό τις όποιες οί 6 πρώτες αντιστοιχούσαν μέ τό έξατάξιο σημερινό
Δημοτικό σχολείο, ενώ οί άλλες 2 μέ τό Έλληνικό σχολείο ή καί τις 2 πρώτες
γυμνασιακές τάξεις. Τις σχολές αυτές, όταν οί τρόφιμοί τους ήταν μαθήτριες, τις
άποκαλούσαν Παρθεναγωγεία ή Αστικές σχολές θηλέων (βλ. Π. Α. Βαλάκης, «Σχολαί
άστικαί», Μ.Ε.Ε., τ. ΚΒ', σ. 704).
11. Αλληλοδιδακτική σχολή ή Αλληλοδιδακτικό σχολείο
ονομαζόταν τό σχολείο έκείνο, στό όποιο ό δάσκαλος χώριζε τούς μαθητές σέ
ομάδες καί, άνάλογα μέ τήν ικανότητα του καθενός, ξεχώριζε τούς καλύτερους,
ώστε νά έκγυμνάζουν τούς άδύναμους καί νά προσέχουν γενικά όχι μόνο τήν επίδοσή
τους άλλά καί τήν ήσυχία καί ευπρέπεια μέσα στήν τάξη. Τό σχολείο αυτό
πρωτοϊδρύθηκε στό Ναύπλιο στις 8.11.1828 (βλ. Σ. Μ. Καλλιάφας,
«Αλληλοδιδακτική μέθοδος», Μ.Ε.Ε.,τ. Γ', σσ. 938-939. Επίσης Θ. Φωτεινόπουλος. Μεγάλη Παιδαγωγική Εγκυκλοπαίδεια, ό.π., τ. Α', σσ. 141-144• Λέφας, ό.π.,
σ. 128 κ.έ.).
12. Τουσίμης, ό.π., σ. 15.
13. Στό βιβλίο του Ό νέος ελληνισμός στήν5 Έδεσσα
(Βοδενά) του πρώτον μισού του ΙΘ' αιώνα, ό.π., σσ. 97-105.
14. Παπαδόπουλος, ό.π., σ. 81.
15. Ρουμελιώτης, ό.π., σσ. 98-100.
16. Βλ. Μανουήλ Ίω. Γεδεών, ό.π., σ. 16 κ.έ., όπου
πολλές λεπτομέρειες γιά τήν έκδοσή της, τήν πολιτική της καί τους γενικότερους
στόχους της. Βλ. καί Χριστόπουλος, ό.π., σσ. 45 καί 451.
17. Καί τούτο, διότι πράγματι ό Ά. Μαργαρίτης ώς
δάσκαλος είναι πρόσωπο γνωστό σ’ εμάς (βλ. Παπαδόπουλος, ό.π., σ. 81' Στουγιαννάκης, ό.π., σ. 244• Ρουμελιώτης, ό.π., σ. 103 κ.λπ.), ένώ τόν Μπαϊνανίδη γιά πρώτη
φορά τόν παρουσιάζουμε έμείς εδώ.
18. Τά μαθήματα αυτά τής «Αλληλοδιδακτικής σχολής»
δέν άναφέρονται ρητώς,ϊσως γιατί δεν ήταν πάγια καί διέφεραν άπό τόπο σέ τόπο
καί πάντοτε άνάλογα μέ τις συνθήκες πού επικρατούσαν σέ κάθε περιοχή.
'Οπωσδήποτε δμως άνάμεσά τους τόν κύριο λόγο κατείχαν ή ανάγνωση, ή γραφή καί
τά βασικά στοιχεία τής αριθμητικής, τά όποια καί δίδασκαν οί διαλεγμένοι άπό
τόν δάσκαλο καλύτεροι μαθητές (οί πρωτόσχολοι) στούς άλλους (βλ. Καλλιάφας,
δ.π.).
19. Πρβλ. καί Έδεσσαίος, ό.π., σ. 220, όπου τά εξής:
Κτίρια σχολειακά υπάρχουσι δύο- τό Παρθεναγωγείον, ένθα λειτουργεί καί τό
έτερον τών δύο Νηπιαγωγείων, κείμενον έπι τής θέσεως του αρχαίου καί μοναδικού
σχολείου τής πόλεως, και τό μεγαλόπρεπες και έπιβλητικόν σχολείον τών άρρένων,
άνεγερθεν τό 1862. 'Ομοίως, Στουγιαννάκης, ό.π., σ. 244, όπου τά εξής: Και
μέχρι μέν του 1850 οί νέοι τής Εδέσσης έδιδάσκοντο έν τή οικία του έκάστοτε
διδασκάλου- άπό του άνω όμως έτους έχρησιμοποιείτο κοινοτικόν τι μικρόν οίκημα
όπισθεν του ναού τής Μητροπόλεως, (ενθα τό 1877 άνηγέρθη τό Παρθεναγωγείον τής
πόλεως) μέχρι του έτους 1862, όπότε άρχιερατεύοντος του δραστήριου και
φιλομούσου Νικοδήμου του έκ Τενέδου άνηγέρθη εκ βάθρων επί θέσεως ρομαντικής, επί του ύπερκειμένου τής κάτω κοιλάδος βράχου περικαλλές και διώροφον
διδακτήριον, εύρύχωρον, εύάερον, φωτόλουστον, πληρούν πάντας τούς όρους τής
υγιεινής. Έν αύτώ δέ τό επόμενον έτος έγκατεστάθη τό τε Έλληνικόν σχολείον και
τό Δημοτικόν. Μάλιστα στό μεσαίο υπέρθυρο του κτιρίου ύπήρχε πλάκα μέ τήν εξής
ωραιότατη εμμετρη σέ 15σύλλαβο επιγραφή, αύτ., σ. 247:
Λοιπόν ή νυξ προέκοψε και
ήγγικε δευτέρα
μετά μακράν σκοτόμαιναν του φωτισμού ημέρα,
ώς εωσφόρος τηλαυγής
αισίως άνατέλλων
ό οίκος ούτος τών Μουσών, τεκμηριοί τό μέλλον.
Έγείρεσθε, εγείρεσθε, ώ
παίδες Μακεδόνων,
είσέρχεσθε, άρύεσθε του πλούτου τών προγόνων.
Φωτίζου, πόλις ’Έδεσσα,
φωτίζου χώρα γείτων
ούδέν γλυκύτερον φωτός, ούδέν σοφίας κρείττον.
Έν έτει σωτηρίω αωξβ'
Άρχιερατεύοντος Νικοδήμου του έκ Τενέδου.
20. Βλ. φωτογραφία του στά Έδεσσαϊκά Χρονικά, τχ. 1/’Ιανουάριος-Άπρίλιος 1972,
σ. 6.
21. Ό Τιμόθεος Ί. Τιμοθεάδης ό όποιος άσχολήθηκε μέ
τό θέμα αυτό (βλ. Ή παιδεία στον καζά Γιαννιτσών 1870-1912, Θεσσαλονίκη 1998)
δέν κάνει ιδιαίτερο λόγο γιά τήν κατάσταση πού επικρατούσε έκεί στά μέσα του ΙΘ' αίώνα• άπλώς, έξιστορώντας τά μετά τό 1873 γεγονότα, περιορίζεται νά θίξει
τό 1862 μόνο σέ σχέση μέ τήν ούνιτική προπαγάνδα. Μαρτυρία γιά τήν ύπαρξη
σχολείου στά Γιαννιτσά πριν άπό τό 1861 καί συγκεκριμένα στό έτος 1858 έχουμε
άπό τόν Βασίλη Δημητριάδη [«"Ενα φιρμάνι γιά τήν άνέγερση τής πρώτης
εκκλησίας τών Γενιτσών», Μακεδονικά Θ' (1969) 324-335 καί κυρίως στή σ. 332:
Ταυτόχρονα κτίσθηκε καί διώροφο σχολείο κοντά στην εκκλησία (ή όποια, όπως
άναφέρεται στό φιρμάνι, χτίσθηκε στά τέλη τοΰ 1858)].
22. Γιά τήν ούνιτική προπαγάνδα στά Γιαννιτσά βλ.
Τιμόθεος Ί. Τιμοθεάδης, Ή Ουνία Γιαννιτσών και ή πολιτική του Βατικανού χθες
και σήμερα, Γιαννιτσά 1992.
23. Ή 'Ομόνοια έκδόθηκε τήν Τετάρτη 9 Μαΐου 1862 άπό
τόν Δημήτριο Κατσελίδη έμπορο τής Σάμου καί ύποστήριζε τίς θέσεις του πατριάρχη
Ιωακείμ του Η'. Ή έφημερίδα ύστερα άπό διάφορες διακυμάνσεις ώς πρός τό σχήμα
της καί τή συνένωσή της μέ τήν περίφημη έφημερίδα Νεολόγος τής Κων/πόλεως έπαυσε
νά έκδίδεται τελικά τό 1870 [(βλ. Μανουήλ Ί. Γεδεών, δ.π., σσ. 18-19), μέ
διάφορες λεπτομέρειες• επίσης, Χριστόπουλος, δ.π., σσ. 263,452].
24. Ή λέξη δηλώνει τόν σπόρο του βόμβυκα (άρχ.
βόμβυξ = ό μεταξοσκώληκας). Όλως παραδόξως ή σύνθετη λέξη βομβυκόσπορος δέν
άπαντά στό Λεξικό Δημ. Δημητράκου ούτε καί στή Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια
τοΰ Π. Δρανδάκη• πολύ περισσότερο δέν βρίσκεται στό Λεξικό των Liddell καί
Scott, διότι σ’ αυτό περιέχονται κυρίως λέξεις τής άρχαίας έλληνικής, ένώ
άπαντα ή άπλή βόμβυξ. Ή λέξη άπαντά στό Λεξικόν τής νέας έλληνικής γλώσσης του Ίω. Σταματάκου, τ. Α', σ. 814 [βομβυκόσπορος (ό)• ό σπόρος του μεταξοσκώληκος].
25. Ό Κ. Γ. Σταλίδης (Οί συντεχνίες και τά
επαγγέλματα στήν ’Έδεσσα τήν περίοδο τής τουρκοκρατίας, Έδεσσα 1974, σ. 97),
άναφερόμενος στήν άνάπτυξη τής σηροτροφίας (επεξεργασία κουκουλιών) στήν
Έδεσσα, γράφει ότι ήταν αρκετά διαδεδομένη, χωρίς όμως νά καθορίζει καί άπό
πότε άκριβώς, ειδικότερα γιά τόν ΙΘ' αιώνα• άπλώς περιορίζεται νά γράψει άπό
πολύ παλιά χρόνια■ ήδη όμως μέ τό δημοσίευμά μας αύτό έχουμε σαφέστατη μαρτυρία ότι τό 1862
στήν Έδεσσα καί τά Γιαννιτσά τά κουκούλια άποτελούσαν ένα άπό τά κύρια προϊόντα τών άγροτών τής περιοχής• άλλωστε ή παραγωγή
κουκουλιών ήταν ανεπτυγμένη καί πιό μπροστά, άν λάβουμε ύπόψη μας ότι στήν
Ελλάδα ήδη τό 1855 είχαμε 2.560 τόνους κουκουλιών (βλ. Μ.Ε.Ε., τ. «Ελλάς», σ.
778β).
26. Βλ. Μ.Ε.Ε., τ. «Ελλάς», σ. 778α (ή σηροτροφία
... άσκείται έν Έλλάδι ... ώς οικιακή βιοτεχνία ... ιδίως εις πόλεις ώς ή
’Έδεσσα, Νάουσα ...).
27. Πρβλ. δσα γράφονται γι’ αυτόν ειδικά: χάρις και
ευγνωμοσύνη επίσης ισόβιος όφείλεται πρός τόν Σεβ. άγιον Θεσσαλονίκης, δστις
μετ’ αύταπαρνήσεως άντέστη εις τήν ίησουϊτικήν ταύτην βιαιοπραγίαν, έφ. Ό
Ανατολικός Αστήρ, φ. 30/24.4.1862, σ. 4. Γιά τό θέμα τής Ούνίας στά Γιαννιτσά
βλ. καί σημ. 22, δ.π.
28. Χάρις εις τούς άρχιεροπρεπεϊς άγώνας τοϋ άγιου
Βοδενών και εις τήν ευσέβειαν τών προϊσταμένων κατοίκων δύναμαι νά σάς
διαβεβαιώσω δτι ή Δυτική αν τη προπαγάνδα ούδέν σχεδόν έποίησεν (βλ. Παράρτημα
τοΰ Ανατολικού Αστέρος, φ. 23/7.3.1862, δπου γράμμα ένός ορθοδόξου, μετοίκου
Γενιτσών).
29. Βλ. στην παρούσα μελέτη Επιστολή 1η τής 15ης
Σεπτεμβρίου 1860, σσ. 177-178.
30. Γιά τή σύσταση Νοσοκομείου βλ. τό γράμμα πού
έστειλε «Ή έν Βοδενοϊς Αδελφότης τών νέων» στόν μητροπολίτη Νικόδημο στις 30
Ίανουαρίου 1862 καί τήν απάντηση τοϋ μητροπολίτη στις 7 Φεβρουάριου 1862, έφ. Ό
Ανατολικός Άστήρ, φ. 36/5 Ιουνίου 1862, σ. 3. Ό Κ. Γ. Σταλίδης (Έόεσσαϊκά, τχ.
1, σ. 15). δημοσιεύοντας φωτοτυπία του γράμματος τών νέων, παρέχει ώς
ημερομηνία τήν 3η Ίανουαρίου, ή οποία καί είναι ή ορθή, χωρίς όμως καί νά
δημοσιεύει τήν απάντηση του δεσπότη, γιά τήν οποία λέγει ότι γράφηκε τήν
επομένη, ένώ είναι ή 7.2.1862. Τήν άπάντηση του δεσπότη κρατούμε στό άρχείο
μας, άναδημοσιευμένη άπό τήν έν λόγω έφημερίδα.
31. Πρβλ. Παπαδόπουλος, δ.π., σ. 81 ("Από τό
1863 άρχισε νά λειτουργεί τό πρώτο Παρθεναγωγείο)• Έδεσσαίος, δ.π., 219 (ταύτα
<τά σχολεία θηλέων> λειτουργούσι μέν άπαύστως άπό τού 1863, άλλά δέν
άνταπεκρίθησαν εις τόν προορισμόν των, ουδέ άπέφε- ραν τά προσδοκώμενα
άποτελέσματα ...).
32. Πρβλ. Αθανάσιος Ε. Καραθανάσης - Αντώνιος Δ.
Σατραζάνης, Πρακτικά του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου τής ’Έδεσσας (1872-1874), σ.
12, όπου λόγος γιά τόν Πατρι- κόπουλο ό όποιος δίδαξε άπό τό 1863-1867.
33. Βλ. Δημήτριος Πλαταρίδης, ’Έκθεσις τής κατά τήν
επαρχίαν Βοδενών διανοητικής άναπτύξεως. Έκ του γραφείου του Φιλεκπαιδευτικού
Συλλόγου Βοδενών, Κωνσταντινούπολή 1874.
http://yaunatakabara.blogspot.gr/2013/02/19-1857-1865.html