Η άποψη του Α. Κεραμόπουλλου
για τους Βλάχους
Του Γιάννη Τσιαμήτρου - Το απάνθισμα αυτό από το βιβλίο του Α. Κεραμόπουλλου δημοσιεύεται σε συνέχειες στην εφημερίδα ''Ημερήσια'' της Βέροιας.
Ο φιλόλογος, καθηγητής πανεπιστημίου, αρχαιολόγος, ερευνητής, αγωνιστής και ακαδημαϊκός Αντώνης Κεραμόπουλλος (1870-1961) είναι από τους πρώτους που ασχολήθηκαν σοβαρά με το θέμα των Βλάχων από τότε που ελευθερώθηκε η Ελλάδα. Το έργο του (‘Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι’, 1939) για το συγκεκριμένο θέμα αποτελεί την μοναδική επιστημονική μελέτη της προπολεμικής περιόδου και σήκωσε κύματα αντιδράσεων στην Ρουμανία γιατί ο καθηγητής κατέληξε στην διαπίστωση ότι οι Βλάχοι είναι ελληνικοί εκλατινισμένοι πληθυσμοί των περιοχών που τους συναντούμε, ενώ οι Ρουμάνοι υποστήριζαν ότι είναι Δάκες (κάθοδος από βορρά). Μέσα στην μελέτη αυτή υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία και άφθονες ιστορικές πηγές.
Στην αναστατική επανέκδοση του βιβλίου το 2000 από τηνΒιβλιοθήκη Βλαχικών Μελετών (εκδoτικός οίκος University Studio Press) o καθηγητής γλωσσολογίας του ΑΠΘ Νίκος Κατσάνης στον πρόλογό του, μεταξύ άλλων, τονίζει ότι σήμερα έχουν αλλάξει πολλά από τότε που έγραψε ο Κεραμόπουλλος για το θέμα των Βλάχων, εκείνο όμως που ακόμα ισχύει είναι η άποψή του ότι η εκλατίνιση των Βλάχων οφείλεται στην οροφυλακή, που άρχισε στους μακεδονικούς χρόνους και συνεχίστηκε μέχρι τη τουρκοκρατία, θεωρία που πρώτος υποστήριξε ο Μ. Χρυσοχόου (χωρίς να μπορεί να την αποδείξει ιστορικά, ενώ ο Κεραμόπουλλος το έκανε).
Όσον αφορά στις ονομασίες των Βλάχων, ο Κεραμόπουλλος αναφέρει ότι είναι πολλές (Κουτσόβλαχος-Ελλάδα, Τουρκ., Βλάχος-Ελλάδα, Ρουμανία., Walachen-Γερμ., Wallon-Βέλγιο, Welsh-Ουαλία,Αρ(ου)μούνος, Τσιντσάρος, Ρωμαίος, Romanus κλπ) και αυτοί (Βλάχοι) διετέλεσαν υπήκοοι (επιτόπιοι χωρικοί) της απέραντης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που έφθανε μέχρι την Αίγυπτο και την Συρία.
Η άποψη του Κεραμόπουλλου είναι ότι, το συνηθέστερο όνομα ‘Βλάχος’ προέρχεται από την αραβική λέξη fellah που σημαίνει τον γεωργόν (φελλάχον). Αυτή η λέξη πέρασε στην Βαλκανική και κατόπιν στην υπόλοιπη Δύση. Η θεωρία αυτή χαρακτηρίζεται σήμερα ατυχής από τους περισσότερους επιστήμονες, οι οποίοι υποστηρίζουν το αντίθετο. Δηλαδή το όνομα προέρχεται από την κελτική φυλήVolcae (Ουόλκαι) και πέρασε μέσω των Σλαύων (Vlah) στον ελληνικό χώρο ως Βλάχ-ος. Ωστόσο, ο Κεραμόπουλλος γνώριζε αυτήν την δεύτερη θεωρία, που την υποστήριζε τότε o Ρουμάνος Capidan, και προσπάθησε να την ανατρέψει με δικά του επιχειρήματα. Σημαντικό είναι το συμπέρασμα του (Κεραμόπουλλου) ότι Βλάχος δεν δηλώνει τον άνθρωπο που ανήκει σε μια φυλή ή ένα έθνος, αλλά αυτόν που έχει κάποια ασχολία και ιδιότητα και που μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε έθνος. Aλλωστε οι ίδιοι οι Βλάχοι αυτοαποκαλούνται ‘Αρουμούνοι’, όνομα που ισοδυναμεί με τα Romani, Ρωμιοί που δηλώνουν πολιτική ιδιότητα (ρωμαίος πολίτης).
Αυτοί βρίσκονταν στα ορεινά μέρη της βόρειας Ελλάδας (κλεισούρες διαβάσεις Πίνδου, Βαρνούντα, Ολύμπου, Βερμίου κλπ) καθώς και σε Αλβανία, Σερβία, Βουλγαρία κλπ. (σημείωση: Ο Κεραμόπουλλος δεν αναφέρει τους προς νότο Βλάχους της περιοχής Ασπροποτάμου και Ακαρνανίας). Τώρα μπορεί να τους βρει κανείς και στις πεδιάδες εξ αιτίας μετακινήσεων για πάρα πολλούς λόγους (καταστροφές, υπερπληθυσμός, αστικοποίηση κλπ).
Ο μέγιστος όγκος λατινοφώνων βρίσκεται πέραν του Δούναβη (Ρουμανία). Οι Βλάχοι ασχολούνταν περισσότερο με την κτηνοτροφία, τον αγωγιατισμό, το εμπόριο και τις διάφορες τέχνες.
Η γλώσσα των Βλάχων είναι λατινογενής και ο Κεραμόπουλλος με σαφήνεια και επιχειρηματολογία δίνει περισσότερη σημασία στο ‘αίμα’ (φυλετική ιδιότητα) και όχι στην γλώσσα για να κρίνει την εθνότητα κάποιου. Στο ελληνικό χώρο η αρχή της λατινογλωσσίας δεν είναι τα βουνά γιατί διαφορετικά και οι Σαρακατσάνοι (νομάδες αρχαιότατοι Έλληνες κτηνοτρόφοι) θα είχαν λατινοφωνίσει. Μάλιστα ο ακαδημαϊκός υπερθεματίζει και θεωρεί ελλιπή επιστημονικά την άποψη ότι οι Σαρακατσάνοι μιλούσαν παλιότερα λατινογενή γλώσσα.
Σχετικά με την καταγωγή των Βλάχων του ελληνικού χώρου υποστηρίζει τα εξής:
Σαφώς και δεν πρόκειται για Ρωμαίους άποικους γιατί πρώτον οι Ιταλοί ρωμαίοι πολίτες θα προτιμούσαν εύφορες περιοχές και όχι τα βουνά και δεύτερον αυτοί που ήρθαν ήταν πολύ λίγοι και εξελληνίσθηκαν (π.χ. Κόρινθος). Άλλωστε, από την εποχή του Καίσαρα είχαν απαγορευθεί οι αποικίες εκτός Ιταλίας και επί Τραϊανού οι περισσότεροι στρατιώτες του ρωμαϊκού στρατού ήταν αλλοεθνείς-Αστούριοι, Μαροκινοί κλπ.
Παρατίθενται οι απόψεις ορισμένων Βυζαντινών χρονογράφων που ομιλούν για κάθοδο Δάκων. Πρώτον αναφέρεται ο Κεκαυμένος (11ος αιώνας), τον οποίον ο Κεραμόπουλλος θεωρεί πλαστογράφο της ιστορίας και εμπαθή προς τους Βλάχους της Θεσσαλίας. Έγραψε δηλαδή για ιστορικά γεγονότα παλιότερα της εποχής του, που δεν μαρτυρούνται από ιστορικούς μετά την κατάκτηση της Δακίας (από το 3ομ.Χ. αιώνα και έπειτα), και στην ουσία έβρισε τους Βλάχους γιατί αυτοί ανήκαν στο αντίθετο πολιτικό κόμμα στην επαρχία Θεσσαλίας του Βυζαντίου (μάλιστα αυτοί είχαν επαναστατήσει εξαιτίας της επιβολής φόρων). Την ίδια γνώμη με τον Κεκαυμένο φαίνεται να έχει και ο Χαλκοκονδύλης (15ος αιώνας).
Για μετοίκηση στον βόρειο ελληνικό χώρο λατινόφωνων Πετσενέγων-Πατσινάκων (μετέπειταΜογλενίτες) από την Δοβρουτσά ομιλεί και ο βυζαντινός αυτοκράτορας Αλέξιος ο Κομνηνός (11ος αι.). Συγκεκριμένα οι Πετσενέγοι ήταν επιδρομείς και νικήθηκαν από τον Αλέξιο στο Λεβούνιο (κοντά στο Δέλτα της Αλεξανδρούπολης). Τους εναπομείναντες από αυτούς τους κατέστησε και εξαίρετο τάγμα και επειδή ήταν λατινόφωνοι τους εξέλαβε ομόφυλους με τους Βλάχους της Πίνδου και της Αχρίδας. (την ιστορία διηγείται ο τότε σύγχρονος χρονογράφος Ζωναράς).
Όμως, όπως φαίνεται οι απόγονοι αυτών, Μογλενίτες (Μογλενά Αλμωπίας), διαφέρουν πολιτιστικά (ήθη έθιμα, ενδυμασία, γεωργοί και όχι κτηνοτρόφοι) από τους Βλάχους της Πίνδου (αυτοαποκαλούνται Βλάχοι και όχι Αρουμούνοι, όπως οι Πίνδιοι) και μετά τον 1ο Παγκόσμιο πόλεμο με την ανταλλαγή των πληθυσμών φεύγουν (Ρουμανία, Τουρκία κλπ) ως Βλάχοι, ακόμα και ως Βούλγαροι ή ως Τούρκοι γιατί πολλοί από αυτούς είχαν εξισλαμισθεί και εκβουλγαρισθεί.
Έτσι ο Κεραμόπουλλος, διαπιστώνοντας ότι για την μετοίκιση ολιγάριθμων ανθρώπων (Μογλενιτών) υπάρχει πεντακάθαρη ιστορική μαρτυρία, διερωτάται γιατί δεν υπάρχει (στην μετά τον Τραϊανό ιστοριογραφία) ιστορική μαρτυρία μετακίνησης τόσων πολυάριθμων πληθυσμών που να καλύπτουν την δυτική Μακεδονία, την Ήπειρο και την Θεσσαλία, όπου βρίσκονται οι Βλάχοι. Είναι προφανές ότι συμπεραίνει πως αυτοί οι Βλάχοι είναι εντόπιοι πληθυσμοί. Άλλωστε, οι περισσότεροι βυζαντινοί χρονογράφοι, που γράφουν για τους Βλάχους, αναφέρονται σε γεγονότα όχι σύγχρονα με την εποχή τους και δεν έχουν ιδίαν αντίληψη.
Για Βλάχους προερχόμενους από άποικους εξ Ιταλίας ομιλεί και ο χρονογράφος Κίνναμος (12ος αιώνας). ‘Ελαφρά τη καρδία’, στηριζόμενος μόνο στην γλωσσική συγγένεια, θεωρεί την καταγωγή των Βλάχων από την Ιταλία. Αυτά τα λόγια όμως δεν σημαίνουν κάποιο μεγάλο γεγονός μετανάστευσης πολυάριθμου πληθυσμού, όπως είναι οι Βλάχοι του ελληνικού χώρου που αναφέρθηκε προηγούμενα. Κι αυτός ομιλεί για προηγούμενα γεγονότα (…εξ Ιταλίας άποικοι πάλαι είναι λέγονται…).
Με λίγα λόγια ο Κεραμόπουλλος θεωρεί ότι οι αναφερθέντες χρονογράφοι δεν υπηρετούν επαρκώς την ιστορικήν επιστήμη (…ούτως αταλαίπωρος εστιν η ζήτησις της αλήθειας εις πολλούς…).
Κατόπιν ο ακαδημαϊκός παραθέτει την θεωρία του Rosler (1871), σύμφωνα με την οποίαν ο ρουμανικός λαός σχηματίσθηκε νότια του Δούναβη και μετά μετανάστευσε βόρεια αυτού. Με λίγα λόγια όταν ο Αυρηλιανός (3ος μ.Χ. αιώνας) έφυγε από την Δακία μαζί με τον στρατό και τους επαρχικούς, πέρασε νότια του Δούναβη, παίρνοντας μαζί του και τους κατοίκους με τις οικογένειες τους. Αυτοί έμειναν εκεί μέχρι τον 12ο αιώνα και κατόπιν μετανάστευσαν βόρεια του ποταμού στην απέναντι Δακία και την άλλαξαν εθνολογικά και γλωσσικά (λατινοφωνία)!
Ο Κεραμόπουλλος απορρίπτει την θεωρία αυτή, φέρνοντας πολλά στέρεα ιστορικά επιχειρήματα. Υποστηρίζει ότι οι Δάκες δεν μετακινήθηκαν σαν λαός και ότι έφθαναν τα 160 χρόνια της ρωμαϊκής κατοχής στη χώρα τους για να την εκλατινίσουν γλωσσικά (όπως, για παράδειγμα, έφθασαν 200 χρόνια ο ισπανικός λαός να εκλατινισθεί). Οι Δάκες μάλιστα δεν είχαν μόνο εκλατινισθεί, αλλά είχαν εκλατινίσει και άλλους λαούς (π.χ. Πετσενέγους).
Έτσι οι Δάκες εκλατινίσθηκαν στον δικό τους χώρο (βιολογικός νόμος), όπως για παράδειγμα στην σύγχρονή μας εποχή λίγοι Άγγλοι στην Αμερική εξάγγλισαν και εξαγγλίζουν γλωσσικά εκατομμύρια ξένων και μάλιστα Ευρωπαίων προηγμένου πολιτισμού. Επίσης, ένας πάρα πολύ σημαντικός παράγοντας εκλατίνισης ήταν η μακρόχρονη θητεία των υπηκόων λαών στον Ρωμαϊκό στρατό.
Λατινοφωνία βέβαια υπήρχε νότια του Δούναβη (Αυρηλιανή Δακία), όμως η λατινική γλώσσα ηττήθηκε από την σλαβική γλώσσα σε αντίθεση με την βόρεια του Δούναβη Δακία όπου επικράτησε, ενώ η θρακική ήταν πλέον νεκρή γλώσσα. Εκείνο που τονίζει ο ακαδημαϊκός είναι ότι η ελληνική γλώσσα νίκησε την λατινική γλώσσα κατά τους βυζαντινούς χρόνους (νότια της από τον 4ο μ.Χ. αιώνα γλωσσικής διαχωριστικής γραμμής ‘Jirecek’ (Αλέσιο Αλβανίας-Σκόπια-Σόφια-παράλια Ευξείνου Πόντου). Ωστόσο, η γραμμή αυτή δεν είναι απόλυτη γιατί υπήρχε λατινοφωνία (νησίδες) νότια της γραμμής και ελληνοφωνία βόρεια αυτής (πυκνές ελληνικές αποικίες). Ακόμα και τώρα υπάρχει στα νότια λατινοφωνία (Βλάχοι της Πίνδου) και γιαυτό άλλωστε γίνεται αυτή η μελέτη. Αλλά και η βλάχικη γλώσσα (φθαρμένα λατινικά Πινδίων μεταξύ Ελλήνων, Παριστρίων μεταξύ Σλάβων κλπ), όπως και η ρουμανική γλώσσα δεν είχαν ακόμα διαμορφωθεί με την σημερινή έννοια.
Ο Κεραμόπουλλος, αναφερόμενος σε πηγές (π.χ. Στράβων, τοπωνύμια κλπ), τονίζει ότι οι Μακεδόνες και οι Ηπειρώτες είναι Έλληνες και η χώρα πέραν του Γενούσου ποταμού ήταν η Ιλλυρία. Από την άλλη μεριά οι Ιλλυριοί ήταν πάντοτε αντίθετοι με τους Μακεδόνες ως δυνάμεις, ‘νόθευσαν’ γλωσσικά (κατά τον Ψαλλίδα) τους Ηπειρώτες, ήταν μισθοφόροι επί ρωμαιοκρατίας και επί τουρκοκρατίας, πολλοί από αυτούς εξισλαμίσθηκαν και πολέμησαν κατά των Ελλήνων. Προφανώς συντάσσει τους Ιλλυριούς με τους σημερινούς Αλβανούς (αυτοαποκαλούμενους Σκηπιτάρους εκ του ιταλικού schiopetto = οπλοφόρος). Ήταν πολυαριθμότατοι στον ρωμαϊκό στρατό και μάλιστα στον 3ο μ.Χ. αιώνα ανέδειξαν και δυο αυτοκράτορες. Ο ακαδημαϊκός θεωρεί ότι πιθανόν το φαινόμενο της επίταξης του άρθρου στην Ρουμανική γλώσσα όπως και στην βουλγαρική προήλθε από την ιλλυρική γλώσσα μέσω του ρωμαϊκού στρατού στον Δούναβη.
Όπως ειπώθηκε προηγούμενα, η λατινική γλώσσα αντιστάθηκε στον γλωσσικό εκσλαβισμό στην Δακία γιατί οι Δάκες ενισχύθηκαν πολιτιστικά από τους Ρωμαίους, όμως, σύμφωνα με τον Κεραμόπουλλο, κακώς αργότερα δέχθηκαν ότι είναι φυλετικά Romani και ονόμασαν τους εαυτούς τους Romanos γιατί στην ουσία φυλετικά είναι αυτόχθονες και Δάκες στην φυλή. Μάλλον το προτίμησαν (μέσω των ιστορικών τους) με πολιτική σκοπιμότητα, γιατί οι λέξεις Ρώμη και Αρουμούνοι της Μακεδονίας προσεγγίζονται ηχητικά προς αυτό.
Μια άλλη θεωρία για την καταγωγή των Βλάχων, και συγκεκριμένα για τους νότιους Βλάχους, Κουτσόβλαχους, Αρβανιτόβλαχους, Τσιντσάρους της Σερβίας, Αρμούνους, είναι ότι κατάγονται όχι από όλους τους Θράκες, αλλά από τους Βησσούς μόνο, οι οποίοι εκλατινισθέντες διασκορπίστηκαν παντού στη Βαλκανική Χερσόνησο παρακινούμενοι από τους Σλάβους κατά τις προς Νότο επιδρομές. Αυτή την θεωρία υποστήριξε ο αυστριακός Thomaschek, και τη δέχονταν και άλλοι, όπως ο Xenopol και ο Densusianu. Αυτή όμως η θεωρία δεν στηρίζεται πουθενά και είναι παράλογη, σύμφωνα με τον Κεραμόπουλλο. Οι Σλάβοι είχαν πόλεμο κατά του Βυζαντινού κράτος και σε αυτό δεν κατοικούσαν μόνο λατινόγλωσσοι, αλλά και ελληνόγλωσσοι, οι οποίοι ήταν και πολυπληθέστεροι. Ανάμεσα σε αυτούς τους ελληνόγλωσσους ήταν και Θράκες. Γιατί λοιπόν οι Σλάβοι δεν ώθησαν προς τα όρη και τους ελληνόγλωσσους αλλά μόνο τους λατινόγλωσσους; Και γιατί επιτράπηκε σε αυτούς (Βλάχους) να έχουν πάντοτε τις καλύτερες θέσεις διαβάσεων και κλεισουρών; Επίσης, ο ακαδημαϊκός, παραθέτοντας πολλά στοιχεία, τονίζει ότι οι Βλάχοι έχουν τα ίδια λαογραφικά στοιχεία με τους ελληνόφωνους γείτονές τους.
Όσον αφορά δε την μαρτυρία του Ισπανοεβραίου περιηγητή Βενιαμίν εκ Τουδέλας που αναφέρει ότι οι Βλάχοι δεσπόζουν μέχρι τα όρη της Λαμίας κάνουν ληστρική ζωή, ληστεύουν και σκοτώνουν τους Έλληνες, ενώ μόνο ληστεύουν τους Εβραίους, η άποψη, σύμφωνα με την διευκρίνιση αυτή, ενός ‘έξυπνου δημοσιογράφου’ ότι οι Βλάχοι δεν είναι Έλληνες, είναι αφελής (‘εκείσε οδηγεί η τοιαύτη ληστολογία η μη μελετώσα τα περιστατικά της εκδικήσεως των ληστών»).
Σύμφωνα με τον Ρουμάνο πολιτικό και ιστορικό Ν. Iorga οι Βλάχοι του ελληνικού χώρου είναι Ρουμάνοι (‘οι Ρουμάνοι οι μη ελευθερωθέντες’) και μαζί με τους σημερινούς Ρουμάνους αποτελούν κατάλοιπο της Ανατολικής Ρωμανίας. Κατά τον Κεραμόπουλλο, ο Iorga κάνει λάθος στην χρήση του όρου ‘Ρωμανία’ γιατί αυτός δεν σημαίνει την χώρα που ομιλεί ρωμανικά (λατινικά) αλλά το πολιτικό κράτος της Ρώμης. Αργότερα (6ος μ.Χ. αι. και μετά) σήμαινε το ανατολικό ρωμαϊκό κράτος (το δυτικό κατελήφθη από βαρβάρους), που εξελληνίσθηκε με επίσημη πλέον γλώσσα την ελληνική. Άρα η έννοια της αρχαίας Ρωμανίας είναι εντελώς διαφορετική από την έννοια της σημερινής Ρουμανίας.
Επίσης, ο Iorga θεωρεί ότι οι Μακεδόνες στην αρχή ήταν Ιλλυριοί (Αλέξανδρος) που εξελληνίσθηκαν, οι Ιλλυριοί της Ηπείρου και της Ιλλυρίας εκθρακίσθηκαν και όλοι αυτοί μετά εκλατινίσθηκαν (Romanite Balcanique). Και εδώ σφάλει ο Ιοrga γιατί όλοι οι κάτοικοι της αρχαίας Ρωμανίας (Βυζάντιο) δεν είναι εκλατινισμένοι όπως δείχνουν οι αρχαίες επιγραφές (γραμμή γλωσσών που καθόρισε ο Jirecek-στα νότια επικρατεί η ελληνική γλώσσα).
Η λατινογλωσσία, κατά τον Κεραμόπουλλο, δεν σημαίνει και ομοφυλία γιατί όλοι οι λατινόφωνοι (Ρουμάνοι, Ισπανοί, Γάλλοι, Πορτογάλοι κλπ) δεν έχουν την ίδια ‘συγγένεια αίματος’. Απλά έγινε εκλατίνιση ντόπιων πληθυσμών σε όλη την ρωμαϊκή αυτοκρατορία και δεν υπήρχε δυνατότητα για έξοδο εκατομμυρίων λατινόγλωσσων αποίκων από την Ιταλία.
O Ρουμάνος ακαδημαϊκός γλωσσολόγος Theodor Capidan θεωρεί ότι οι Βλάχοι κατέβηκαν από την Δακία. Ο Κεραμόπουλλος πιστεύει πως αυτή η άποψη είναι αμάρτυρη ιστορικά και θέτει πάρα πολλά αναπάντητα ερωτήματα, το σπουδαιότερο των οποίων είναι πώς είναι δυνατό Δάκες αγροδίαιτοι, πτωχοί ποιμένες, διωγμένοι από την χώρα τους και χωρίς να είναι έμποροι να γίνουν οι καλύτεροι επιχειρηματίες των Βαλκανίων και να κτίσουν τις σπουδαίες αστικές εγκαταστάσεις, όπως Μοσχόπολη, Κλεισούρα, Νέβεσκα κλπ.
Στην αγγλική μελέτη Cambridge medieval History (1911,1924) και αυτή του Mutafciev υπάρχει η θεωρία ότι η κοιτίδα όλων (Ρουμάνων, Βλάχων Μακεδόνων) είναι η Ιστρία και γενικότερα η ΒΔ Βαλκανική. Και αυτή η θεωρία είναι αμάρτυρη ιστορικά από τον ακαδημαϊκό.
Όσον αφορά στην γλώσσα των Βλάχων και αυτή των Δακορουμάνων η άποψη ότι η Κουτσοβλαχική είναι διάλεκτος της Ρουμανικής δεν στέκει γιατί πρώτον ένας Βλάχος της Μακεδονίας δεν μπορεί να συνεννοηθεί με έναν Ρουμάνο και δεύτερον δεν υπήρξε ιστορική και φυλετική επαφή ανάμεσα στους Δακορουμάνους και τους Κουτσόβλαχους. Στην ουσία τα κουτσοβλαχικά ανήκουν στις λατινογενείς (ρωμανικές) ‘διαλέκτους’ (νεοϊταλικές, γαλλικές, ισπανικές κλπ) και η σχέση τους με όλες αυτές είναι παράλληλη και όχι υπάλληλη.
Σημαντικό είναι το γεγονός ότι πρώτα λατινοφώνησε ο ελληνικός χώρος (μέσα του 2ου π.Χ. αιώνα) και μετά η Δακία (1ος αιώνας μ.Χ.), άρα δεν μπορούμε να μιλάμε ότι τα βλάχικα είναι διάλεκτος της γλώσσας των Δακορουμάνων. Ωστόσο, γλωσσικές και λαογραφικές ομοιότητες και αλληλοεπιδράσεις ανάμεσα στους λαούς της Βαλκανικής είναι φυσικό να υπάρχουν λόγω της γειτνίασής τους.
Ο Κεραμόπουλλος είναι προσεκτικός και δεν χρησιμοποιεί τους όρους roman, romanisation, αλλά ‘λατινογενής’ ή ‘εκλατίνιση’ για να μη δώσει λαβή σκανδάλου σε αυτούς που κάνουν κατάχρηση των λέξεων, προφανώς για λόγους σκοπιμότητας.
Επισημαίνει για μια ακόμα φορά τα θεμελιώδη ελαττώματα των θεωριών, που αναφέρθηκαν προηγουμένως, και που συνίστανται στο ότι δεν αποδεικνύεται ιστορικά ότι οι Βλάχοι του ελληνικού χώρου και οι Δακορουμάνοι ανήκουν στην ίδια φυλή και έχουν την ίδια γλώσσα. Μάλιστα δεν αποδεικνύεται με επιστημονικό τρόπο ότι όλοι ανήκουν στην Romanite Balkanique με αφετηρία τον βόρειο χώρο (Δακία, Ιστρία) και ότι υπήρξε μετακίνηση από βορά προς νότο.
Τονίζει επίσης ότι προκύπτουν δυο καθαρά πορίσματα: Οι Βλάχοι μας δεν είναι (α) Ιταλοί ούτε και (β) Δακορουμάνοι. Τι είναι λοιπόν οι Βλάχοι μας, αναρωτιέται και δηλώνει ότι στην μελέτη αυτή θα προσπαθήσει να διαφωτίσει το θέμα με επιστημονικό τρόπο.
Πιστεύει ακόμα ότι ο ελληνικός πολιτισμός (και γλώσσα) δεν νικήθηκε τελικά από τον αντίστοιχο λατινικό λόγω της ανωτερότητάς του. Αντίθετα ο λατινικός πολιτισμός κατέβαλε κατώτερους πολιτιστικά λαούς στην Βαλκανική και η λατινοφωνία επιβίωσε στα όρη γιατί εκεί δεν υπήρχε διαμάχη ανάμεσα στις δυο γλώσσες (απουσίαζε περισσότερο η ελληνική) και για τους λόγους που θα εξεταστούν παρακάτω:
Μετά την κατάκτηση της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους (168 π.Χ.) και την διαίρεσή της σε 4 τετραρχίες επετράπη, σύμφωνα με το παλιό Μακεδονικό σύστημα, τα σύνορα προς βορρά (ιδιαίτερα στα όρη) να συνεχίζεται να φυλάγονται από ένοπλη φρουρά (οροφύλακες), που αποτελούνταν από εντόπιους. Σε αυτούς τους τόπους (Μελένικο, Νευροκόπιο, Άνω Τζουμαγιά, Πίνδος, Αχρίδα, Στρούγκα, Κρούσοβο κλπ), όπου ήταν και η παλιά μακεδονική φρουρά (praesidia=οροφυλακή), σήμερα υπάρχουν οι Βλάχοι, μας λέει ο ακαδημαϊκός.
Άρα είναι λογικό να εξεταστεί εάν κατά την ρωμαιοκρατία τα Μακεδονικά praesidia αντικαταστάθηκαν από λατινόφωνους φρουρούς. Βέβαια ρητή μαρτυρία για εγκατάσταση φρουρών στα όρη της Μακεδονίας δεν έχουμε, αλλά είναι σίγουρο ότι η οργάνωση του ρωμαϊκού κράτους απαιτούσε τα σύνορα, οι δρόμοι και οι διαβάσεις να φυλάγονται και αυτό έγινε.
Ακόμα είναι γνωστό ότι οι ρωμαϊκές λεγεώνες παντού απαρτίζονταν και από εντόπιους στρατιώτες των υποταγμένων επαρχιών, μόνο οι αξιωματικοί ήσαν Ρωμαίοι και από τον αυτοκράτορα Καρακάλλα (212 μ. Χ.) οι μη Ιταλοί στρατιώτες ανακηρύχθηκαν ρωμαίοι πολίτες. Αυτοί υπηρετούσαν στις λεγεώνες ή στα βοηθητικά σώματα (auxilia) για 25 χρόνια, εκλατινίζονταν γλωσσικά, παντρεύονταν μετά την απόλυσή τους, οι βετεράνοι έπαιρναν αμοιβές και το προνόμιο της εγκατάστασης ως άποικοι και τα παιδιά τους γίνονταν επίσης στρατιώτες. Ήταν φυσικό λοιπόν η λατινική γλώσσα να εισέλθει στις οικογένειές τους.
Ταυτόχρονα, όπως ειπώθηκε, χρειάζονταν η φρούρηση και η ασφάλεια του ρωμαϊκού κράτους στα σύνορα (περισσότερο όρη και διαβάσεις) με την τοπική φρουρά (praesidia armata) και τους οροφύλακες (ripenses, riparienses, limitanei). Επίσης για εσωτερική ασφάλεια και στις πεδινές περιοχές υπήρχε τοπική φρουρά που αποτελούνταν από ρωμαίους άποικους εντόπιους παλαιμάχους, αλλά και από εντόπιους εθελοντές φτωχούς στρατιώτες-γεωργούς μακρότερης θητείας, οι οποίοι έγιναν μόνιμοι φρουροί (praesidia propugnacula imperii). Σε όλους αυτούς δίνονταν χρήματα, προνόμια και προπαντός γη για καλλιέργεια, η δε λατινική γλώσσα ήταν σε αυτούς επίσημη και μεταδίδονταν στις οικογένειες τους από γενεά σε γενεά.
Στο σημείο αυτό ο ακαδημαϊκός διευκρινίζει ότι οι πλείστοι άντρες των φρουρών στην δυτική Μακεδονία ήταν εντόπιοι, ορεινοί, σκληροτράχηλοι, δημιουργικοί και με κοφτερό μυαλό, τόλμη και επιχειρηματικότητα και σε καμιά περίπτωση δεν υπήρχαν μεταξύ τους Δάκες γιατί αυτοί (Δάκες) δεν ήσαν μαθημένοι στην σκληρή ορεινή ζωή (ήταν διαφορετικός, καλότυχος, γεωργικός, ήσυχος και μη αποδημικός λαός).
Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι και πριν από την μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.) αλλά και μετά είκοσι χρόνια (νόμιμος καθορισμός της Μακεδονίας ως Επαρχία-Provincia του Ρωμαϊκού κράτους) Έλληνες υπηρετούσαν στον ρωμαϊκό στρατό και αυτό είναι εξακριβωμένο ιστορικά (Πλούταρχος).
Ο ακαδημαϊκός προβαίνει σε λεπτομερέστερη ανάλυση της ανθρωπογεωγραφίας των παλαίμαχων αποίκων και φρουρών της Επαρχίας της Μακεδονίας με κύριο συμπέρασμα ότι αυτοί ήταν περισσότερο εντόπιοι (Ιλλυριοί, Μακεδόνες Ηπειρώτες). Άλλωστε στο τέλος της θητείας του αυτοκράτοραΟκταβιανού Αυγούστου (αρχές 1ου μ.Χ. αιώνα) η Μακεδονία ήταν provincial senatoria και inermis (μη ένοπλη Επαρχία και υπαγόμενη στην Σύγκλητο), οπότε η Επαρχία από μόνη της δημιουργούσε στρατό κατά της ληστείας με εντόπιους κατοίκους (συνέχισε δηλαδή τα παλιά Μακεδονικά praesidia armata που αναφέρθηκαν προηγουμένως).
Αυτοί οι Βλάχοι (της επαρχίας της Μακεδονίας επί Ρωμαιοκρατίας), μας λέει ο Κεραμόπουλλος, είναι περισσότερο ντόπιοι Έλληνες (και όχι Δάκες), που είχαν μάθει την λατινική στον στρατό και μετά εγκαταστάθηκαν στα όρη ως veterani (απόμαχοι) προς φρούρηση. Ο ακαδημαϊκός γράφει αυτολεξεί: «Φυλετικώς οι Κουτσόβλαχοι πιθανώς να είναι οι καθαρώτατοι των Ελλήνων, επειδή ήσαν οι ολιγώτερον προσιτοί εις επιμειξίαν, ως τινες άλλοι Έλληνες αποκέντρων πτωχών μερών».
Αυτοί είναι (Βλάχοι), μας λέει, και οι μετέπειτα ακρίτες, αρματολοί και κλέφτες του Βυζαντίου και της Τουρκοκρατίας που συνέχιζαν να φυλάγουν τα όρη και τις διαβάσεις, αποκτώντας μάλιστα και προνόμια. Αυτοί είναι που δημιούργησαν οικισμούς και πόλεις στα όρη και στις πεδιάδες (π.χ. Μέτσοβο, Μοναστήρι κλπ) στην Τουρκοκρατία, πλούτισαν με το εμπόριο στη Βαλκανική και την Δύση, είχαν ελληνική συνείδηση, ήταν πρωτοπόροι με τις πολεμικές τους αρετές στην ελληνική επανάσταση, πρωτοπόροι στις τέχνες και στα γράμματα και ευεργέτησαν το νέο ελληνικό κράτος. Αυτήν την ελληνική ιστορία της Πίνδου λεηλάτησαν οι ‘φιλολογούντες Κουτσόβλαχοι’ στην Ρουμανία και την συνυπολόγισαν στο Ρουμανικό Έθνος και την Ρουμανική ιστορία που είναι εντελώς ξένη στην πραγματικότητα. Στην ουσία πρώτα οι Έλληνες επαναστάτησαν (ελληνική αναγέννηση) και έδειξαν τον δρόμο στους Βαλκάνιους και τους Ρουμάνους και η ελληνική ορεινή φυλή ενίσχυσε την πνευματικότητα στην Ρουμανία και τον τότε δυτικό κόσμο. Ρουμάνοι δεν ήλθαν ποτέ στην ορεινή Πίνδο.
Οι μόνιμοι αυτοί φρουροί, ιδιαίτερα οι ορεισίβιοι, όπως ειπώθηκε, δεν ήταν μόνο φύλακες, αλλά και επαγγελματίες (γεωργοί, περισσότερο κτηνοτρόφοι κλπ) γιατί επί ρωμαιοκρατίας τους αφαιρούνταν μερικές φορές η ιδιότητα του στρατιώτη (από τους αυτοκράτορες ως υποτιμημένοι στρατιώτες) και έτσι έπρεπε να αναπτύξουν τα επαγγέλματά τους για επιβίωση. Οι ορεινοί ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, αύξησαν τα κοπάδια τους και πολλοί από αυτούς μετακινούνταν (νομάδες) τον χειμώνα στα πεδινά λόγω τους ψύχους. Οι περισσότεροι πήγαιναν προς Θεσσαλία, και Ακαρνανία και αυτοί ‘πληθυνθέντες’, όπως λέει ο Κεραμόπουλλος, αποτέλεσαν την ‘Μεγάλη Βλαχία’ και την ‘Μικρή Βλαχία’ του μεσαίωνα.
Κατά τον ακαδημαϊκό, η Μεγάλη και Μικρή Βλαχία του Δούναβη δεν έχει καμιά σχέση με αυτές των ελληνικών χωρών, οι Τούρκοι δε, βλέποντες ότι η ελληνική Βλαχία είναι μικρότερη σε πληθυσμό, την ονόμασαν Κιουτσούκ (Μικρή) Βλαχία, ενώ την Παρίστρια (του Δούναβη) Βλαχία την ονόμασαν Μπουγιούκ (Μεγάλη) Βλαχία.
Στο τέλος της μελέτης του ο Κεραμόπουλλος επανέρχεται στην ονομασία Τσιντσάροι των Βλάχων και μετά την ανάλυση αυτής καταλήγει ότι αυτή προέρχεται από το λατινικό quinquarii (quinque=πέντε) ή quintarii [όρος που δηλώνει σπουδαίο, πέμπτο(;), τμήμα των ρωμαϊκών αποικιών]. Όσα δε λέγονται, ότι δηλαδή η λέξη έχει σκωπτικό χαρακτήρα (ηχητική επανάληψη ts-ts στη γλώσσα των Βλάχων), είναι προχειρολογήματα ανάξια λόγου.
Όσον αφορά στην λέξη ‘Κοπατσάρης’, ο ακαδημαϊκός διαφωνεί με την άποψη ότι προέρχεται από το ‘κοπάτς’ (=θάμνος) γιατί τα κοπάτσια βρίσκονται παντού και όλοι άνθρωποι θα είχαν αυτό το όνομα. Επίσης θεωρεί παιδαριώδη την άποψη ότι ο ‘κοπατσιάρης’ είναι ‘βλάχος’ που απέβαλε την βλάχικη και ομιλεί την ελληνική γλώσσα (επειδή και μόνο διατηρεί τα έθιμα και την φορεσιά των Βλάχων). Η λέξη κοπατσάρις (πρβλ σπαθάρις, μακελλάρις κλπ), που δεν την έχουν οι Δακορουμάνοι, είναι λατινογενής και δηλώνει τον συμβότην (συμβοσκό, κτηνοτρόφο, που κανονίζει τα βοσκοτόπια σύμφωνα με το δίκαιο), που στα λατινικά λέγονταν compascuus και υπάγονταν στο jus compascuum (δίκαιο κοινών βοσκοτοπιών), ήταν δηλαδή compascuarius = κομπασκουάρις. Αυτό, στο ελληνικό στόμα με παραφθορά έγινε ‘κοπατσάρις’. Οι Σαρακατσάνοι και οι κάτοικοι της Χαλκιδικής, και οι δύο ελληνόφωνοι, ονομάζουν τον κοπατσιάρη σμίχτη.
Άρα, σύμφωνα με τον Κεραμόπουλλο, το όνομα ‘κοπατσιάρης’ (ρωμαϊκός νομικός όρος’= συμβότης συμβοσκός, σμίχτης) δηλώνει τον ελληνόφωνο, εντόπιο, πεδινό, που έκανε την ίδια κτηνοτροφική ζωή με τους Βλάχους στα χειμαδιά τους στην εποχή της ακμής της λατινικής γλώσσας (ρωμαιοκρατία) και δεν υπήρχε στην Δακία (ο όρος άγνωστος εκεί), όπου ο λαός της ήταν περισσότερο γεωργικός.
Ένας άλλος σπουδαίος όρος που δείχνει την μετάβαση των Βλάχων στα πεδινά (χειμαδιά) είναι ο ‘τσέλνικας’ (τσέλιγκας), δηλαδή ο αρχιποιμένας, που είναι σλάβικη λέξη και εμφανίσθηκε με την έλευση των Σλάβων. Για αυτήν την έννοια υπήρχε στους Ηπειρώτες και Αρβανιτόβλαχους η ‘λέξη ‘σκουτέρις’ και για τον ποιμένα (βοσκό) έχουμε την λέξη τσομπάνης (μάλλον τουρκικής ή σλαβικής προέλευσης). O τσέλνικας ήταν ο αρχηγός του φαλκαριού (η πατριά, το συγγενολόι). Και αυτοί οι όροι, όπως το ‘κοπατσιάρης’, δεν υφίστανται στην Δακία και γενικά η κτηνοτροφική και γεωργική ζωή των Πινδίων Βλάχων είναι άσχετη με αυτή των Δακορουμάνων.
Ανακεφαλαιώνοντας ο ακαδημαϊκός, τονίζει ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε μόνιμο εφεδρικό μεθοριακό στρατό αποτελούμενο από γεωργοκτηνοτρόφους φρουρούς κατωτέρας στρατιωτικής ποιότητας μέχρι και την Αφρική. Αυτούς τους ονομάζει ‘φελλάχους’ (σημιτο-αραβική λέξη) και ισοδυναμούν με το όνομα Βλάχοι. Οι δικοί μας Βλάχοι (Πίνδιοι) αποφεύγουν να χρησιμοποιήσουν αυτό το όνομα ως προσβλητικό (απαίδευτος χωρικός) και καλούν τους εαυτούς τους ‘Αρουμούνους’, δηλαδή Ρωμαίους με πολιτική ιδιότητα. Το όνομα ‘Βλάχος’ δεν δηλώνει εθνότητα, και γιαυτό άνθρωποι διαφορετικών εθνικοτήτων (Δάκες, Ιλλυριοί κλπ) που έχουν αυτή την ιδιότητα μπορούν να ονομάζονται έτσι. Μόνο οι Μογλενίτες αποκαλούν τους εαυτούς τους Βλάχους γιατί αυτοί ποτέ δεν υπήρξαν Ρωμαίοι πολίτες και είχαν πάντοτε την ιδιότητα του Βλάχου (ως γεωργοί).
Στην Δακία αναμείχθηκαν πολλοί λαοί (Σλάβοι, Πετσενέγοι κλπ), οι οποίοι ποτέ δεν γνώρισαν τους Ρωμαίους και δεν υπήρξαν Ρωμαίοι πολίτες (Romani cives), ούτε σε αυτούς, όπως και στους Δάκες το όνομα Βλάχος δεν ενέχει κάποια κακή χροιά, αντίθετα παρέχει υπερήφανο αίσθημα πατριωτικής έπαρσης. Αυτή η θεμελιώδη διαφορά της έννοιας της λέξη ‘Βλάχος’ πέραν του Ίστρου, όπως και τα άλλα ανάλογα τεκμήρια, τους χωρίζει από τους Βλάχους της Πίνδου σαν σινικό τείχος. Οι ίδιοι οι Βλάχοι της Πίνδου ξεχωρίζουν τους εαυτούς τους (αυτοαποκαλούμενοι, όπως είπαμε, Αρμούν) από τους πέραν του Ίστρου (Δούναβη) τους οποίους ονομάζουν Vlahut.
Έτσι, οι Ελληνόβλαχοι, όπως και άλλοι (Άγγλοι, Γάλλοι, Ισπανοί, Πορτογάλοι κλπ), έχασαν τη γλώσσα τους, όχι όμως το ‘αίμα’ τους (ο ακαδημαϊκός διευκρινίζει ότι η λέξη ‘αίμα’ δηλώνει το έθνος).
Στα παραρτήματα Α΄ και Β΄ ο Κεραμόπουλλος παραθέτει περισσότερα στοιχεία που αποτελούν πολύτιμες πηγές πληροφοριών για τον ερευνητή που θέλει να ασχοληθεί με το θέμα των Βλάχων του ελληνικού χώρου.
Στο Παράρτημα Α΄, αφού τονίζει ότι μετά την εκλατίνιση των πεδινών επήλθε η γλωσσική επανελλήνιση, ενώ διατηρήθηκε η λατινογλωσσία στα ορεινά, γράφει χαρακτηριστικά και επιγραμματικά: ‘Αποκλεισθέντος του αποικισμού, μόνη η οροφυλακία ερμηνεύει την γένεσιν και παρουσίαν των Βλάχων μας επί των ορέων, ως θα εκθέσωμεν και κατωτέρω’ (εννοεί Β΄ Παράρτημα). Έτσι διαφαίνεται ότι ούτε αποικισμός Ρωμαίων (που δεν ήταν μεγάλος, λεπτομερή ανάλυση του οποίου κάνει ο ακαδημαϊκός), ούτε κάθοδος Δακών, ούτε στάθμευση ρωμαϊκών λεγεώνων στη Δυτική Μακεδονία, ούτε ώθηση λατινοφώνων από επιδρομείς (Σλάβοι, Βούλγαροι) προς τα ορεινά ερμηνεύουν την λατινοφωνία στην Πίνδο, παρά μόνο η ύπαρξη της οροφυλακής σύμφωνα με την οργάνωση του Ρωμαϊκού κράτους. Πρέπει να σημειωθεί μάλιστα ότι οι άποικοι Ρωμαίοι (υπήρξε βέβαια και επί δημοκρατίας της Ρώμης απαγόρευση αποικισμού έξω της Ιταλίας) προτιμούσαν πεδινές περιοχές (Φίλιπποι, Δίον, Πέλλα, Κασσάνδρεια κλπ), οι οποίες ήταν εύφορες σε αντίθεση με την άγονη και ορεινή Δ. Μακεδονία.
Στο Παράρτημα Β΄ ο ακαδημαϊκός, αφού επισημαίνει ότι το όρια των προϊστορικών κρατών ήταν φυσικά (φυσική χωρογραφία), ιδιαίτερα στον βόρειο ελλαδικό χώρο (Μακεδονία) τα παλιά αυτόνομα κρατίδια ενώνονται τρόπον τινά, εγκαταλείπονται τα φρούρια (τείχη) και για την φύλαξη των ορίων προτιμείται η οροφυλακή από εντόπιους αφού δεν υπήρχε τακτικός στρατός εξ επαγγέλματος.
Επί βασιλείας του Φιλίππου του Β΄, ο οποίος προπαρασκεύασε το μεγαλείο της Μακεδονίας, η οροφυλακή κατέστη θεσμός (με ευθύνη του βασιλιά) για την ασφάλεια από τους βαρβάρους και ληστές. Την ίδια οργάνωση ακολούθησε ο Μέγας Αλέξανδρος, οι διάδοχοί αυτού (π.χ. Πτολεμαίος στην Αίγυπτο), ακόμα και ο τελευταίος Μακεδόνας βασιλιάς, ο Περσέας. Αυτήν την οροφυλακή, σύμφωνα με τον Κεραμόπουλλο, ζήτησαν οι κατακτηθέντες (από τους Ρωμαίους) προύχοντες Μακεδόνες για την ασφάλεια των περιουσιών τους (ποίμνια, βοσκές κλπ). Γενικά οι φρουροί των συνόρων αμείβονταν με κλήρο (γη για καλλιέργεια, βοσκοτόπια για τα ποίμνια κλπ) και με άδειες άσκησης επαγγέλματος, ανάλογα όπου βρίσκονταν (ορεινή Μακεδονία, Δακία, Αίγυπτος κλπ) και ήταν εντόπιοι και άποικοι (από το εσωτερικό της χώρας). Όπως ειπώθηκε και προηγούμενα, αυτό συνεχίστηκε και στους χρόνους της Ρωμαιοκρατίας.
Σπουδαίες λεπτομερείς πληροφορίες για την οροφυλακή επί Ρωμαιοκρατίας μας παρέχει ο Κεραμόπουλλος μέσω επιστημόνων και ερευνητών όπως οι Mommsen, Lesquier, Hirschfeld, Grosse, Bauer Diehl, Maspero, Seeck και Stadtmuller. Για την δημόσια ασφάλεια εντός της χώρας και μέχρι την Αίγυπτο και την Μ. Ασία υπήρχαν επίσης εντόπιοι ‘διωγμίται’ ή ‘φυλακίται’ (κάτι σαν τους σημερινούς χωροφύλακες) και ήταν σώμα συγγενές προς τους οροφύλακες. Oι οροφύλακες είχαν διάφορα ονόματα (limetanei, castriciani, duciani, burgarii κλπ), ήταν κατώτεροι των κανονικών στρατιωτών, υπηρετούσαν για 25 έτη, έκαναν διάφορα επίσης επαγγέλματα, παντρεύονταν, ζούσαν με τις οικογένειες τους μέσα στα κάστρα και η οροφυλακή ήταν κληρονομική. Η οχύρωση των ορίων ήταν τέλεια, συνδυαζομένη με την οχύρωση των πόλεων έτσι ώστε από την ανατολή μέχρι την δύση η ρωμαϊκή αυτοκρατορία να φρουρείται ολόκληρη.
Κατά τον Stadtmuller, καθόλη την διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας και μετέπειτα του Βυζαντίου δεν υπήρχε πάντοτε ο ίδιος τρόπος άμυνας του κράτους (άποικοι, μέτοικοι, εντόπιοι, γεωργοί στρατιώτες, τακτικός στρατός, μισθοφόροι βάρβαροι λαοί κλπ). Μέχρι και τον 10ο μ.Χ. αιώνα το Βυζάντιο είχε τον θεσμό της οροφυλακής και τα Θέματα (Επαρχίες του Κράτους) διεύθυνε ο Στρατηγός που είχε εξουσία στρατιωτική, πολιτική και εκτελεστική. Aπό τον 11ο μ.Χ. αιώνα καταρρέει ο θεσμός των Θεμάτων λόγω της αμέλειας των αυτοκρατόρων για την άμυνα της χώρας και ο στρατηγός είναι μόνο πολεμικός άρχοντας. Αυτός αντικαθίσταται από τον Πραίτορα, με αυτήν την μεταρρύθμιση η οροφυλακή αντικαθίσταται από μόνιμο στρατό και δαπανηρούς μισθοφόρους, οι ελεύθεροι γεωργοί στρατιώτες απορροφούνται βαθμιαία από τους μεγαλοκτηματίες και γενικά ο στρατός δεν είναι τόσο αξιόμαχος για την άμυνα της χώρας. Αυτά μας λέει ο Stadtmuller.
Ωστόσο, ο Κεραμόπουλλος μας λέει ότι η ανάπτυξη της μεγάλης γεωκτησίας και η αλλαγή στη στρατιωτική οργάνωση δεν έθιξε όλες τις τάξεις των χωρικών, ιδιαίτερα τους Πίνδιους, των οποίων τα ειδικά καθήκοντα δεν γίνονταν να εκτελεστούν από άλλους άνδρες, εάν δεν ήταν σκληροτράχηλοι όπως αυτοί (Πίνδιοι). Γιαυτό ο ακαδημαϊκός θεωρεί ότι ο θεσμός των οροφυλάκων (limitanei), ως πανάρχαιος που ήταν στη Μακεδονία, διατηρήθηκε πράγματι μέχρι την τουρκοκρατία.
Στο τέλος του Παραρτήματος Β΄, ο Κεραμόπουλλος επισημαίνει για μια ακόμη φορά την αναγκαιότητα της οχύρωσης της Πίνδου προς την Ιλλυρίαν, πράγμα που γίνονταν από πολύ παλιά (θεωρεί τον Φίλιππο τον Β΄ ως πρώτον στην οργάνωση της οροφυλακής), μας δίνει περισσότερες πληροφορίες για την οχύρωση της επί Διοκλητιανού και Ιουστινιανού και αναφέρει τα σωζόμενα φρούρια.
Μετά την παράθεση των παραπάνω στοιχείων, ο Κεραμόπουλλος συνοψίζει την άποψή του ως εξής: Τα λείψανα των εντόπιων οροφυλάκων, που φρουρούσαν την Πίνδο, τον Βαρνούντα, τον Όλυμπο, τα Καμβούνια κλπ από τους εισβολείς και τους εντόπιους ληστές κατά τους Μακεδονικούς χρόνους, που συνέχισαν και επί Ρωμαιοκρατίας και που αναγκαστικά έμαθαν την λατινική γλώσσα (20-25 χρόνια υπηρεσία στη ρωμαϊκή διοίκηση), είναι οι Βλάχοι (ντόπιοι λατινόφωνοι) που γνωρίζουμε όλοι μας.
Σημείωση: Με τη λέξη ‘ακαδημαϊκός’ στο κείμενό μας εννοούμε τον Α. Κεραμόπουλλο.
(Πηγή: ‘Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι’, Αντωνίου Δ. Κεραμόπουλλου, εκδ. University Studio Press, Θεσ/νίκη 2000, προλεγόμενα Χ. Παπαστάθης, Ν. Κατσάνης)