Σάββατο 30 Ιουνίου 2012

Σπαρτιάτες (Spartans)

Ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες

Σπαρτιάτες: Οι κάτοικοι της αρχαίας Σπάρτης και ειδικότερα οι έχοντες πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Συχνά ο όρος ταυτίζεται λανθασμένα με τον ευρύτερο όρο Λακεδαιμόνιοι και αναφέρεται στους κατοίκους ολόκληρης της περιοχής της Λακεδαίμονος ή Λακωνικής (εννοείται χώρας), περίπου στα όρια του σημερινού Νομού Λακωνίας, με σημαντικές αυξομειώσεις κατά περιόδους. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο όρος «Λακωνία» ως όνομα της ευρύτερης περιοχής της Σπάρτης, άρχισε να χρησιμοποιείται προς το τέλος των ρωμαϊκών χρόνων (βλ. Paul Cartledge: Sparta and Laconia – "Routledge" London 2002, σελ. 4).
Μετά την κατάληψη της Λακεδαίμονος από τους Δωριείς, γύρω στο 1125 π.Χ. οι νέοι κυρίαρχοι της περιοχής θα εγκατασταθούν κυρίως στις εκτάσεις της εύφορης κοιλάδας του μέσου ρου του ποταμού Ευρώτα, όπως αποκαλύπτουν τα αρχαιολογικά ευρήματα. Οι κατακτημένοι πληθυσμοί θα μετατραπούν σε δουλοπάροικους, οι οποίοι ονομάζονταν Είλωτες, ονομασία που προήλθε είτε από τους υποδουλωθέντες κατοίκους του Έλους, μιας κώμης στην νότια Λακωνική, είτε από την ρίζα μιας λέξης που σημαίνει «αιχμάλωτος» (βλ. Oswyn Murray: Early Greece – “Fontana Press” London 1993, σελ. 163).
Σύμφωνα με την παράδοση, αρχηγός του τμήματος των Δωριέων που κατέλαβαν την Λακωνική, ήταν ο Αριστόδημος (Αριστόδαμος, στην Δωρική διάλεκτο), ο οποίος θα αποβιώσει την εποχή της εισβολής. Θα τον διαδεχθούν οι δίδυμοι γιοι του, Ευρυσθένης και Προκλής και στην συνέχεια οι γιοι τους, Άγις και Ευρυπών αντίστοιχα, που θα βασιλεύσουν ο καθένας στην περιοχή του, με έδρες στις κώμες Πιτάνη και Λίμνες.
Η Σπάρτη θα δημιουργηθεί αργότερα, με την συνένωση αρχικά τεσσάρων γειτονικών οικισμών (κώμες). Σε πρώτη φάση η Πιτάνη θα συνενωθεί με τις Λίμνες. Έτσι ερμηνεύεται και ο θεσμός της διπλής Βασιλείας, που προέκυψε από την συμφωνία του βασιλικού Οίκου των Αγιαδών, που είχαν έδρα τους την Πιτάνη, με τον βασιλικό Οίκο των Ευρυπωντιδών των Λιμνών, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την παραδοσιακή ταφή των βασιλέων στα κοιμητήρια που υπήρχαν στις αντίστοιχες κώμες (Ιστορία Ελληνικού Έθνους - "Εκδοτική Αθηνών" τομ. Β΄, σελ. 31).
Στην συνέχεια, θα προστεθεί και μια τρίτη κώμη, η Μεσόα, μεταξύ Λιμνών και Πιτάνης, ενώ ένα μέρος των Δωριέων κατοίκων της και των Αχαιών που είχαν απομείνει, θα μεταναστεύσουν στην Αχαΐα, όπου θα ιδρύσουν την Μεσόα ή Μεσάτιδα (βλ. λήμμα Αχαιοί). Στην διάρκεια της βασιλείας των γιων του Άγιδος και Ευρυπώντος, του Εχέστρατου και του Πρυτάνεως αντίστοιχα, οι κάτοικοι ενός άλλου γειτονικού οικισμού (κώμης), της Κυνόσουρας ή Κονόουρας, οι οποίοι ήσαν μάλλον Αχαιοί και δημιουργούσαν προβλήματα, θα εκδιωχθούν και οι νέοι κάτοικοι που θα εγκατασταθούν εκεί, θα συγχωνευθούν ως πολίτες της τέταρτης κώμης στην Σπάρτη.
Αργότερα, μεταξύ 800-750 π.Χ. θα κατακτηθούν και οι Αμύκλες και οι Δωριείς που θα εγκατασταθούν εκεί θα συμφωνήσουν να αποτελέσουν την πέμπτη κώμη (ωβή), που θα συναποτελέσει την αρχαία Σπάρτη (βλ. Cartledge, 2002, σελ. 90-93).
Αυτοί υπήρξαν οι πραγματικοί Σπαρτιάτες. Οι υπόλοιποι κάτοικοι της Λακωνικής, οι Περίοικοι, δεν είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα όπως οι Σπαρτιάτες και η προέλευσή τους δεν ήταν ενιαία. Κυρίως όμως ήσαν απόγονοι των Δωριέων κατακτητών, που διέμεναν σε κώμες εκτός της Σπάρτης. Περίοικοι και Σπαρτιάτες αποτελούσαν τους Λακεδαιμόνιους των κλασσικών χρόνων.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι είχαν προηγηθεί κατακτήσεις εδαφών στα βόρεια της περιοχής που εξουσίαζαν οι Σπαρτιάτες, πιθανόν για αμυντικούς λόγους έναντι των Αρκάδων που απειλούσαν τα βόρεια σύνορα της Λακωνικής. Αυτήν την υπόθεση ενισχύει και το γεγονός ότι μετά την κατάκτηση της Πελλάνας και της Σελλασίας (β΄ μισό του 10ου αιώνα π.Χ.) και αργότερα της περιοχής της Αιγύτιδος (τέλη 9ου αιώνα π.Χ.), οι Σπαρτιάτες όχι μόνον δεν οικειοποιήθηκαν τις γαίες τους, αλλά κατέστησαν τους κατοίκους «περιοίκους».

Αρχαία Λακωνική και επεκτάσεις

Κατά την παράδοση (Ηρόδοτος Α΄ 65, Θουκυδίδης Α΄ 18), η περίοδος μέχρι το 800 π.Χ. περίπου, χαρακτηριζόταν από εσωτερικές διαμάχες και έριδες (στάσις), που είχαν ως αποτέλεσμα να επικρατεί αναρχία (κακονομία). Τότε, με μια εσωτερική μεταβολή, που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως επανάσταση, θεσπίσθηκαν αυστηροί Νόμοι και επικράτησε επιτέλους εσωτερική ηρεμία (ευνομία). Αυτοί οι Νόμοι είχαν αποδοθεί σε μια σπουδαία προσωπικότητα, στον περίφημο Νομοθέτη Λυκούργο, αλλά σήμερα αμφισβητείται η ύπαρξή του ως ιστορικού προσώπου.
Το γεγονός αυτό (η μετατροπή της Σπάρτης σε ευνομούμενη Πολιτεία), τοποθετείται από τον Θουκυδίδη «λίγο περισσότερο από 400 χρόνια» από την έκρηξη του Πελοποννησιακού πολέμου (404 π.Χ.) δηλ. γύρω στο 810 π.Χ. περίπου. Με αυτήν την χρονολογία συμφωνούν και οι νεώτεροι ερευνητές, αλλά υποστηρίζουν ότι η κατάκτηση των Αμυκλών προηγήθηκε αυτού του γεγονότος, με αποτέλεσμα να τοποθετούν τα δύο γεγονότα στο διάστημα μεταξύ των ετών 830-810 π.Χ. (βλ. Cambridge Ancient History Vol. III part 1, σελ. 737).
Η περίοδος 775-650 π.Χ. θεωρείται η εποχή της αναδιοργάνωσης και της αναγέννησης του Σπαρτιατικού κράτους. Με τις πολιτειακές, πολιτικές και στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις που προηγήθηκαν, η Σπάρτη θα αναδειχθεί στα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. «σε μια από τις πλέον προηγμένες κοινότητες της ηπειρωτικής Ελλάδος» (Cartledge, 2002 σελ. 99).
Συνοψίζουμε τις σπουδαιότερες μεταβολές:
α. Η παραδοσιακή διαίρεση των Δωριέων σε Υλλείς, Δυμάνες και Παμφύλους, αντικαταστάθηκε με την υποδιαίρεση των Σπαρτιατών σε πέντε «Φυλές», στους Λιμναείς, Κυνοουρείς, Πιτανάτες, Μεσοάτες και Αμυκλαείς που αντιστοιχούσαν στις πέντε κώμες (ωβές) που συναπετέλεσαν την Σπάρτη. Κάθε «Φυλή» εξέλεγε έναν Έφορο, που την εκπροσωπούσε στην διακυβέρνηση της πόλης.
β. Δημιουργήθηκε ο θεσμός της 30μελούς Γερουσίας, την οποία αποτελούσαν 28 ισόβια μέλη που εκλέγονταν από τις αριστοκρατικές οικογένειες της Σπάρτης και 2 «αρχαγέτες», δηλ. οι δύο βασιλείς.
γ. Ο λαός συμμετείχε στην διακυβέρνηση με την υποχρεωτική σύγκληση μιας Συνέλευσης όλων των πολιτών, την «Απέλλα», που συνεδρίαζε τακτικά σε καθορισμένο χρόνο και τόπο.
Σύμφωνα με την παράδοση, οι ουσιαστικές μεταβολές στο πολίτευμα της Σπάρτης (εκτός του μετέπειτα θεσμού των 5 Εφόρων), οι «Νόμοι του Λυκούργου», προέκυψαν μετά από έναν χρησμό του Μαντείου των Δελφών, που είναι γνωστός ως η «Μεγάλη Ρήτρα»:
«Διός Συλλανίου και Αθανάς Συλλανίας ιερόν ιδρυσάμενος, φυλάς φυλάξαντα και ωβάς ωβάξαντα τριάκοντα γερουσίαν συν αρχαγέταις καταστήσαντα, ώρας εξ ώρας απελλάζειν μεταξύ Βαβύκας και Κνακιώνος. ούτως εισφέρειν τε και αφίστασθαι. [δάμω ταν κυρίαν ήμεν και κράτος. αι δε σκολιάν ο δάμος έροιτο, τως πρεσβυγενέας και αρχαγέτας αποστατήρας ήμεν]» [κείμενο φθαρμένο].
«Ίδρυσε (ώ, Σπάρτη) ένα ιερό του Διός των Ελλήνων και της Αθηνάς των Ελλήνων. Δημιούργησε (νέες) φυλές και κώμες, ίδρυσε μια Γερουσία με τριάντα μέλη μαζί με τους αρχηγέτες (βασιλείς), διατήρησε την Σύναξη από εποχή σε εποχή μεταξύ Βαβύκας και Κνακιώνος και έτσι φρόντισε να εισάγει (η Γερουσία τις προτάσεις) και να απέχει (δηλ. να μη χειραγωγεί στην συνέχεια την συζήτηση)» (βλ. την ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα ανάλυση για την «Ρήτρα του Λυκούργου» στο Παράρτημα VI του κλασσικού έργου της Kathleen Chrimes: Ancient Sparta, Manchester University Press 1949).
Με την νίκη των Σπαρτιατών στον Α΄ Μεσσηνιακό πόλεμο (735-715 π.Χ.), η Σπάρτη θα προσαρτήσει ορισμένα μεσσηνιακά εδάφη και θα δώσει έτσι κάποια διέξοδο στον πλεονάζοντα πληθυσμό της. Οι νικημένοι Μεσσήνιοι θα υποβιβασθούν σε Είλωτες και πολλοί θα προτιμήσουν να μεταναστεύσουν στην Ιταλία όπου θα λάβουν μέρος στον αποικισμό του Ρηγίου και του Μεταποντίου.
Η Σπάρτη όμως είχε ήδη καταλάβει την κάτω κοιλάδα του Ευρώτα και μέχρι το 750 π.Χ. περίπου, είχε αποκτήσει τον έλεγχο ολόκληρης της περιοχής μεταξύ του Πάρνωνα και του Ταϋγέτου. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε στο σημείο αυτό, ότι το ισχυρότερο Δωρικό κράτος εκείνης της εποχής ήταν το Άργος, το οποίο κατείχε την Θυρεάτιδα (σημερινή περιοχή του Άστρους της Κυνουρίας), την Κυνουρία και την χερσόνησο μέχρι το ακρωτήριο Μαλέας, καθώς και τα Κύθηρα.
Οι Αργείοι θα κατατροπώσουν τους Σπαρτιάτες στην μάχη των Υσιών (669 π.Χ.) και σε συνδυασμό με τα εσωτερικά προβλήματα που είχαν προηγηθεί (αρχές 7ου αιώνα π.Χ.), θα δώσουν πιθανόν μια εικόνα αδυναμίας, γεγονός που ενεθάρρυνε τους Μεσσηνίους να επαναστατήσουν. Αυτή η εκτεταμένη εξέγερση αποτελεί την αρχή του Β΄ Μεσσηνιακού πολέμου, για τον οποίον όμως δεν διαθέτουμε επαρκή στοιχεία. Φαίνεται ότι η Σπάρτη διέτρεξε μεγάλο κίνδυνο, αλλά θα καταφέρει στο τέλος να επιβληθεί. Ο πόλεμος έληξε στα μέσα περίπου του 7ου αιώνα π.Χ. αλλά η αναταραχή θα συνεχισθεί μέχρι το 600 π.Χ. οπότε θα υποκύψουν και οι τελευταίες εστίες αντιδράσεως (Ι.Ε.Ε. τομ. Β΄ σελ. 222).
Η περίοδος μετά το 650 π.Χ. αποτελεί την εποχή της σταθεροποίησης του Σπαρτιατικού κράτους και η εποχή που θα τεθούν τα θεμέλια του μετέπειτα «Σπαρτιατικού θαύματος». Ήδη από τα τέλη του 7ου αιώνα διαπιστώνεται άνοδος των Τεχνών και της οικονομικής δραστηριότητος μέσα στην Λακωνική. Οι χάλκινοι λέβητες και τρίποδες αποτελούν τα ωραιότερα προϊόντα των αρχαϊκών ελληνικών χαλκουργείων. Τα λακωνικά αγγεία, που συνδύαζαν απλότητα στην διακόσμηση και αντοχή, θα αποκτήσουν μεγάλη φήμη.
Εκεί όμως που οι Σπαρτιάτες καλλιτέχνες θα αποδειχθούν ανυπέρβλητοι ήταν η επεξεργασία του ελεφαντόδοντος, που το προμηθεύονταν από τις αγορές της Μέσης Ανατολής. Το δεύτερο μισό του 7ου αιώνα π.Χ. θα σημειωθεί το απόγειο της γλυπτικής σε ελεφαντόδοντο (Cartledge, 2002 σελ. 117), ενώ παράλληλα τα προϊόντα της Σπάρτης θα γίνουν περιζήτητα όχι μόνον στις ελληνικές πόλεις και αποικίες, αλλά και στις ξένες χώρες της Μεσογείου.
Η οικονομική ευμάρεια και η βαθμιαία στρατιωτική ισχυροποίηση της Σπάρτης θα έχει ως αποτέλεσμα να αποσπάσει από το Άργος τα Κύθηρα και την Κυνουρία αρχικά και στην συνέχεια την Θυρεάτιδα, μετά από την συντριπτική νίκη των Σπαρτιατών επί των Αργείων το 547/546 π.Χ. Στους κατοίκους των νέων κτήσεων δόθηκε το καθεστώς των Περιοίκων.
Έχοντας αποκτήσει και τον πλήρη έλεγχο της Μεσσηνίας, το Σπαρτιατικό κράτος θα κατέχει πλέον άμεσα τα 2/5 ολόκληρης της Πελοποννήσου, ενώ μέσω της «Πελοποννησιακής Συμμαχίας» θα ελέγχει όλη την υπόλοιπη Πελοπόννησο (εκτός της Αχαΐας), μέχρι τα σύνορα της Αττικής.
Στην διάρκεια των Περσικών πολέμων στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα, η Σπάρτη θα αποδείξει στα πεδία των μαχών τις αρετές της και την ανυπέρβλητη στρατιωτική ισχύ της (στην ένδοξη ήττα των Θερμοπυλών το 480 π.Χ. και ιδίως στην μάχη των Πλαταιών, 479 π.Χ.) και με το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.Χ.) θα αναδειχθεί σε κυρίαρχη δύναμη ολόκληρου του ελληνικού κόσμου.
Τα εσωτερικά όμως προβλήματα του σπαρτιατικού κράτους, που θα επιτείνουν οι εξεγέρσεις των Ειλώτων (όπως στην αιματηρή εξέγερση μετά τον καταστρεπτικό σεισμό του 464 π.Χ.), δεν θα αργήσουν να φανερωθούν. Η εσωτερική κρίση θα ξεσπάσει κυρίως μετά την μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.), όπου οι Σπαρτιάτες και οι Σύμμαχοί τους θα υποστούν μια ταπεινωτική ήττα από τους Θηβαίους, την νέα ανερχόμενη δύναμη στον ελλαδικό χώρο. Ο βασιλεύς Κλεόμβροτος, ο γιος του Κλεώνυμος, οι στρατηγοί Δείνων και Σφοδρίας, καθώς και 1000 Λακεδαιμόνιοι και 400 Σπαρτιάτες θα πέσουν στο πεδίο της μάχης. Ως άμεση συνέπεια της ήττας, η Μεσσηνία θα αποκτήσει την ανεξαρτησία της μετά από τέσσερις περίπου αιώνες, μια οδυνηρή εδαφική απώλεια για την Σπάρτη.
Η οριστική κατάρρευση της Σπάρτης όμως θα επέλθει μετά την μάχη της Μαντινείας (362 π.Χ.), όπου οι Θηβαίοι, παρά τον θάνατο του Επαμεινώνδα, θα θριαμβεύσουν. Το αποτέλεσμα της μάχης, αν και έθεσε οριστικά την Σπάρτη στο περιθώριο και ανέδειξε την Θήβα ως αδιαφιλονίκητη Μεγάλη Δύναμη, προκάλεσε δυστυχώς ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση στα ελλαδικά πράγματα, κατά την περίφημη εκτίμηση του Ξενοφώντος (Ελληνικά, Ζ΄ 5. 27).
Η Σπάρτη θα υποστεί επί πλέον εδαφικές απώλειες μετά την εχθρική στάση που κράτησε απέναντι στον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας, ο οποίος θα της αποσπάσει σημαντικές εδαφικές εκτάσεις, που θα αποδοθούν στους αντιπάλους των Σπαρτιατών.
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα της Σπάρτης ήταν η δραματική μείωση του αριθμού των πολιτών της (ολιγανθρωπία), που σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Άγις, 5. 6), ήσαν λίγο περισσότεροι από 700 όταν ο Άγις Δ΄ ανέβηκε στον θρόνο (244 π.Χ.).
Ακόμη χειρότερη ήταν η εσωτερική κοινωνική και οικονομική κατάσταση της Σπάρτης, όπου το πολίτευμα του Λυκούργου είχε εκφυλισθεί και αποτελούσε πλέον νεκρό γράμμα. Η προσπάθεια του Άγι Δ΄ να αναστηλώσει την χώρα με μια μεγάλη αγροτική μεταρρύθμιση, που είχε χαρακτήρα κοινωνικής επανάστασης, θα πέσει στο κενό και ο ίδιος θα εκτελεστεί (241 π.Χ.). Η προσπάθεια θα συνεχισθεί μερικά χρόνια αργότερα από τον βασιλέα Κλεομένη Γ΄, αλλά χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Η χαριστική βολή στην Σπάρτη δόθηκε μετά την μάχη της Σελλασίας (222 π.Χ.), όπου τα μακεδονικά και συμμαχικά στρατεύματα επί κεφαλής των οποίων ήταν ο βασιλεύς Αντίγονος Γ΄ Δώσων, θα συντρίψουν τα στρατεύματα της Σπάρτης. Όπως αναφέρεται: " Ὁ Κλεομένης Γ´ διέφυγε μέ λίγους ἱππεῖς στήν Σπάρτη καί ἀπό ἐκεῖ στήν Αἴγυπτο, συμβουλεύοντας τούς κατοίκους τῆς πόλης νά παραδοθοῦν. Ὁ θριαμβευτής Ἀντίγονος Γ´ Δώσων εἰσῆλθε στήν Σπάρτη καί συμπεριφέρθηκε μέ ἐξαιρετικό τρόπο στούς κατοίκους".
Η πόλη της Σπάρτης θα καταληφθεί για πρώτη φορά από την Δωρική κατάκτηση της περιοχής. Η χώρα θα υπαχθεί στην διοίκηση ενός Μακεδόνα κυβερνήτη. Το άμεσο αποτέλεσμα της μάχης της Σελλασίας, εκτός από τις νέες απώλειες εδαφών, ήταν δεκαπέντε χρόνια πολιτικού και κοινωνικού χάους (Cartledge, 2002, σελ. 274).
Η ανάμειξη της Ρώμης στις ελληνικές υποθέσεις, θα περιπλέξει ακόμη περισσότερο την κατάσταση για την Σπάρτη. Το 206 π.Χ. οι Σπαρτιάτες θα πάρουν το μέρος των Ρωμαίων εναντίον της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Την ίδια χρονιά τις τύχες της Σπάρτης θα αναλάβει ένας νέος κοινωνικός επαναστάτης, ο Ευρυπωντίδης βασιλεύς Νάβις, που θα επιχειρήσει άμεσες και ριζοσπαστικές αλλαγές. Επί μια δεκαετία περίπου η Σπάρτη θα απολαύσει κοινωνική γαλήνη και αξιόλογη πρόοδο.
Ο Νάβις όμως θα διαπράξει ένα σοβαρό λάθος με την ένταξή του στο φιλομακεδονικό στρατόπεδο το 197 π.Χ. και την αποδοχή της παραχώρησης του Άργους από τον Φίλιππο Ε΄ της Μακεδονίας.
Η ήττα των Μακεδόνων στις Κυνός Κεφαλές θα συμπαρασύρει την Σπάρτη και τις μεταρρυθμίσεις του Νάβιδος, με την απελευθέρωση όλων των περιοχών των Περιοίκων και την αφαίρεση του ελέγχου τους από την Σπάρτη.
Ο Νάβις θα αποβιώσει το 192 π.Χ. ενώ λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του, οι απελευθερωμένες πόλεις των Περιοίκων θα ταχθούν με το μέρος της Ρώμης και θα ιδρύσουν το «Κοινόν των Λακεδαιμονίων». Η Σπάρτη θα διατηρήσει το κοινωνικο-οικονομικό καθεστώς της Λυκούργειας νομοθεσίας και τους ελάχιστους εναπομείναντες Είλωτες μέχρι το 188 π.Χ. οπότε η Αχαϊκή Συμπολιτεία θα τα καταργήσει βιαίως.
Με την οριστική κατάκτηση της Ελλάδος από τους Ρωμαίους το 146 π.Χ. και την διάλυση της Αχαϊκής Συμπολιτείας, η Σπάρτη θα ευνοηθεί λόγω της φιλορωμαϊκής στάσης που είχε κρατήσει και θα ανακτήσει ένα μικρό τμήμα από τα παλαιά της εδάφη. Οι Σπαρτιάτες θα εμπλακούν στον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ Αντωνίου και Οκταβιανού, διαλέγοντας την σωστή παράταξη, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να έχουν την εύνοια του Οκταβιανού Αυγούστου, ο οποίος θα ανακηρυχθεί αυτοκράτωρ (27 π.Χ. – 14 μ.Χ.). Πιθανόν το 27 π.Χ. με απόφαση του αυτοκράτορος Οκταβιανού, η Λακωνία διαιρέθηκε σε δύο πολιτικές οντότητες: Την διευρυμένη εδαφικά Σπάρτη και το «Κοινόν των Ελευθερολακώνων», αποτελούμενο αρχικά από 24 μέλη (κώμες).
Σύντομα η χώρα θα περιπέσει στην αφάνεια μιας ασήμαντης πολίχνης στην περιφέρεια του ρωμαϊκού κόσμου και όπως αναφέρει χαρακτηριστικά κάποιος νεώτερος ερευνητής (Rawson 1969, παρατίθεται στον Cartledge, 2002, σελ. 277): «…ο μέσος Ρωμαίος ακούγοντας την λέξη Λακωνία, την συνέδεε πρωταρχικά με τα κυνηγετικά σκυλιά, τα εξαίσια μάρμαρα και την πορφύρα που εξήγαγε, δευτερευόντως δε, πιθανόν και με το δωμάτιο ζεστού αέρα των λουτρών, που ονομάζονταν λακωνικόν…».

Από το «Λεξικό των Αρχαίων Ελληνικών και περι-Ελλαδικών φύλων» (Θεσσαλονίκη 2002 - Β΄ έκδοση συμπληρωμένη) του Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη


Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

Ευθύνες στο Ταλμούδ για τα ναρκωτικά ρίχνει το Ιράν


Ευθύνες στο Ταλμούδ για την εξάπλωση
των ναρκωτικών ρίχνει το Ιράν
Οργισμένοι  στο Ισραήλ για τις κατηγορίες


Τεχεράνη: Η διδασκαλία του Ταλμούδ, ενός από τα πιο ιερά βιβλία του ιουδαϊσμού, ευθύνεται για την εξάπλωση των ναρκωτικών, υποστήριξε ο αντιπρόεδρος της ιρανικής κυβέρνησης Μοχαμάντ Ρεζά Ραχιμί, προκαλώντας την οργή του Ισραήλ.
«Η διάδοση των ναρκωτικών στον κόσμο είναι συνέπεια της ταλμουδικής διδασκαλίας (...) στόχος της οποίας είναι η καταστροφή του κόσμου» είπε ο Ραχιμί σε διεθνή διάσκεψη που οργανώθηκε την Τρίτη στην Τεχεράνη με θέμα τη διακίνηση ναρκωτικών. Στη διάσκεψη μετείχαν πολλοί ξένοι διπλωμάτες.
«Το Ταλμούδ διδάσκει ότι είναι θεμιτό να πλουτίζεις με νόμιμα και παράνομα μέσα, γεγονός που δίνει (στους Εβραίους) το δικαίωμα να καταστρέψουν την ανθρωπότητα. Ο βασικός υπεύθυνος για την παγκόσμια διακίνηση (ναρκωτικών) είναι το σιωνιστικό καθεστώς» πρόσθεσε ο Ραχιμί, σύμφωνα με την ιστοσελίδα της ιρανικής προεδρίας.
Η ιρανική ηγεσία ζητά συχνά την «εξαφάνιση» του Ισραήλ, το οποίο έχει χαρακτηρίσει «καρκινικό όγκο» στη Μέση Ανατολή, όμως σπανίως επιτίθεται ευθέως στην ιουδαϊκή θρησκεία. Η Τεχεράνη έχει πάντως κατηγορήσει στο παρελθόν τις ισραηλινές υπηρεσίες ότι προωθούν τα ναρκωτικά στο Ιράν για να αποδυναμώσουν το ισλαμικό καθεστώς.
Ο υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ Άβιγκντορ Λίμπερμαν κατήγγειλε αυτόν τον «αντισημιτισμό του χειρότερου είδους», επικρίνοντας ταυτόχρονα την παρουσία δυτικών διπλωματών στη διάσκεψη. «Το γεγονός ότι ένας εκπρόσωπος του ΟΗΕ και εκπρόσωποι ευρωπαϊκών χωρών εξακολουθούν να συμμετέχουν σε διασκέψεις που οργανώνει η Τεχεράνη, κατά τις οποίες γίνονται αντισημιτικές δηλώσεις του χειρότερου είδους προσδίδει νομιμότητα στο καθεστώς των Αγιατολάχ, που είναι ο πραγματικός κίνδυνος για την παγκόσμια ειρήνη» ανέφερε σε ανακοίνωσή του ο Ισραηλινός υπουργός.
«Το ιρανικό καθεστώς δεν αποτελείται από τρελούς αλλά από φανατικούς, αντισημίτες που έχουν συγκεκριμένη στρατηγική, ένα λεπτομερές παγκόσμιο σχέδιο κεντρικό στοιχείο του οποίου είναι, όπως το δηλώνουν ανοιχτά, η καταστροφή του κράτους του Ισραήλ» συνέχισε.
Ο Λίμπερμαν συνέκρινε την ιρανική ηγεσία με το ναζιστικό καθεστώς, υπογραμμίζοντας ότι «ο Χίτλερ είχε πει τρελά πράγματα και πέτυχε να θέσει σε εφαρμογή τα σχέδιά του». Και πρόσθεσε ότι μολονότι σήμερα η κατάσταση διαφέρει, η διεθνής κοινότητα θα πρέπει να επιδείξει ανάλογη συμπεριφορά.

Πηγές: ΑΠΕ-ΜΠΕ, news.in.gr


http://www.philenews.com/el-gr/Eidiseis-Kosmos/25/108955/efthynes-sto-talmoud-gia-tin-exaplosi-ton-narkotikon-richnei-to-iran




Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

Η ΚΡΙΣΗ ΣΤΗ ΣΥΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ


Η ΚΡΙΣΗ ΣΤΗ ΣΥΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ

Κωνσταντίνος Χολέβας-Πολιτικός Επιστήμων


Τώρα που επιτέλους σταθεροποιήθηκε, μετά από αρκετούς μήνες, η πολιτική κατάσταση και χωρίς να παραβλέπουμε τις οικονομικές δυσκολίες νομίζω ότι είναι καιρός να ασχοληθούμε σοβαρά και με ορισμένα κρίσιμα θέματα της Εξωτερικής Πολιτικής. Η κρίση στη Συρία έχει μεγάλο ενδιαφέρον για την Ελλάδα. Είναι γνωστό ότι κατά τους τελευταίους μήνες το καθεστώς του υιού Άσσαντ αντιμετωπίζει με βία και με αιματηρές μεθόδους την εξέγερση των αντιπολιτευομένων.

Είναι επίσης γνωστό ότι η Ρωσία και το Ιράν διάκεινται συμπαθώς προς τον Άσσαντ ενώ οι ΗΠΑ και η Δυτική Ευρώπη απειλούν να παρέμβουν υπέρ των αντιφρονούντων. Το κλίμα γίνεται εύφλεκτο μετά την κατάρριψη τουρκικού αεροσκάφους την Παρασκευή 22 Ιουνίου από το συριακό πυροβολικό. Η ειδησεογραφία εμπλουτίσθηκε από πλευράς ελληνικού ενδιαφέροντος με τον φόνο κατά τη διάρκεια ταραχών μιας ελληνίδας που ήταν παντρεμένη με ελληνορθόδοξο κληρικό στη Συρία.

Η Ελλάς έχει πολλούς λόγους να ενδιαφέρεται για τις εξελίξεις αυτές. Πρώτον υπάρχει το ερώτημα πού βαδίζει η Συρία. Αν τον Άσσαντ διαδεχθεί ένα ισλαμιστικό καθεστώς δεν πιστεύω ότι θα επικρατήσει μεγαλύτερη σταθερότητα. Οι Άσσαντ, πατήρ και υιός, διοικούσαν αυταρχικότατα, αλλά είχαν βρει ένα modus vivendi με το Ισραήλ αφού έχασαν τα υψώματα του Γκολάν στον αραβο-ισραηλινό πόλεμο του 1967 και αφού κατάλαβαν ότι δεν είναι εύκολο να τα ξανακερδίσουν παρά την μερική υποχώρηση του Ισραήλ το 1973. Αν επιβληθεί ισλαμικό καθεστώς οι σχέσεις με το Ισραήλ θα διαταραχθούν δεδομένης και της γενικότερης αναφλέξεως που προκάλεσε στην περιοχή η «αραβική ἀνοιξη». Και φυσικά ένας νέος πόλεμος στη Μέση Ανατολή δεν θα είναι θετική εξέλιξη για την οικονομία μας, την ενεργειακή μας τροφοδοσία και τον τουρισμό μας.

Υπάρχει και η παράμετρος των τουρκοσυριακών σχέσεων. Ο πατέρας Άσσαντ είχε φιλοσοβιετική τοποθέτηση επί εποχής Ψυχρού Πολέμου και οι σχέσεις του με τη ΝΑΤΟϊκή Τουρκία ήταν κακές. Εξάλλου η Συρία ποτέ δεν ξέχασε τα εδάφη της και τους αραβικούς πληθυσμούς που άρπαξε η Τουρκία με την ανοχή των Γάλλων το 1937. Πρόκειται για την περιοχή που οι Τούρκοι ονομάζουν Νομό της Αλεξανδρέττας (Ισκεντερούν Σαντζάκ) και οι Σύροι ονομάζουν Χατάϋ. Βρίσκεται σα σύνορα των δύο χωρών απέναντι ακριβώς από την κατεχόμενη χερσόνησο Καρπασία της Κύπρου. Ακούγονται φήμες ότι κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής στη Μεγαλόνησο το 1974 ο Άσσαντ είχε προτείνει να ανεφοδιάζονται τα ελληνικά πολεμικά αεροπλάνα σε συριακά αεροδρόμια λόγω της αποστάσεως της Κύπρου από τα ελληνικά αεροδρόμια. Δεν γνωρίζω τί ακριβώς συνέβη, αλλά πιστεύω ότι το ελληνικό στρατιωτικό καθεστώς δεν θα τολμούσε να παρασπονδήσει από το ΝΑΤΟ και να συνεργασθεί με ένα φίλο των Σοβιετικών. Απλώς αναφέρω τη φήμη για να δείξω ότι οι σχέσεις Συρίας-Τουρκίας δεν ήταν ποτέ καλές.

Οι τουρκοσυριακές σχέσεις επιβαρύνθηκαν από άλλα δύο γεγονότα. Πρώτον λόγω των υδάτων του Ευφράτη, τα οποία κατακρατεί με φράγματα η Τουρκία και τα στερεί από τη Συρία. Πρόκειται για το φιλόδοξο πρόγραμμα υδρο-ηλεκτρικής ενέργειας της Νοτιοανατολικής Τουρκίας και είναι γνωστό με τα αρχικά GAP. Ο δεύτερος λόγος ήταν η φιλοξενία του Κούρδου ηγέτη Αμπντουλάχ Οτσαλάν και των μαχητών του σε συριακό έδαφος επί πολλά έτη μέχρι την τελική απομάκρυνσή του το 1999, η οποία οδήγησε και στην περιπετειώδη σύλληψή του από τους Τούρκους στην Κένυα. Η Συρία είναι ένα σημαντικό αραβικό κράτος. Τα προβλήματα στις τουρκοσυριακές σχέσεις βλάπτουν την εικόνα της Τουρκίας, η οποία θέλει να εμφανίζεται ως προστάτης των Αράβων και ηγέτης της Ισλαμικής Διασκέψεως, τώρα μάλιστα που κυβερνούν οι Ισλαμοδημοκράτες του Ερντογάν.

Για τον Ελληνισμό, όμως ως πολιτιστική οντότητα άρρηκτα συνδεδεμένη με την Ορθοδοξία, η Συρία παρουσιάζει και ένα ευρύτερο ενδιαφέρον. Περίπου το 8% του πληθυσμού ανήκει στο Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο της Αντοχείας, το οποίο εδρεύει στη Δαμασκό, διότι η Αντιόχεια ανήκει πλέον στην Τουρκία. Οι άνθρωποι αυτοί αυτοαποκαλούνται Ρουμ Ορτοντόξ, δηλαδή Ρωμηοί Ορθόδοξοι και θεωρούν εαυτούς απογόνους του Βυζαντίου (Ρωμανίας) και πνευματικούς αδελφούς των Ελλήνων. Στους Ναούς τους τελούν τη Θεία Λειτουργία στα αραβικά, αλλά ψάχνουν αρκετούς ύμνους στα ελληνικά. Το Πατριαρχείο Αντιοχείας διοικεί το μόνο Ορθόδοξο Πανεπιστήμιο της Μ. Ανατολής, στο όρος Μπαλαμάν του Λιβάνου. Η Μπελεμέντειος Θεολογική Σχολή διδάσκει επί 4 χρόνια σε Άραβες Ορθοδόξους Χριστιανούς τα ελληνικά ως βασικό μάθημα. Με άλλα λόγια οι Ελληνορθόδοξοι της Συρίας, όπως και του Λιβάνου, της Ιορδανίας και της Παλαιστίνης, αποτελούν μία ιστορική και πολιτιστική προέκταση του Ελληνισμού, για την οποία δεν μπορούμε και δεν πρέπει να αδιαφορήσουμε. Τα καθεστώτα της οικογενείας Άσσαντ πράγματι είναι καταδικαστέα για την απολυταρχική πολιτική του κόμματος Μπάαθ. Όμως από την άλλη πλευρά εσέβοντο τα στοιχειώδη δικαιώματα των Ορθοδόξων Χριστιανών. Η Ελλάς έχει συμφέρον να αποκατασταθεί η δημοκρατία και ο σεβασμός των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Συρία, χωρίς όμως να επικρατήσουν οι Ισλαμιστές. Ένα σκληρό Ισλαμικό καθεστώς θα αποτελέσει μεγάλο κίνδυνο για τα δικαιώματα και την επιβίωση των Ελληνορθοδόξων. Θα επιτρέψουμε άραγε να εξοντωθεί ένα από τα τέσσερα Πρεσβυγενή Πατριαρχεία της Ορθοδοξίας;

Η κατάσταση, λοιπόν, είναι περιπεπλεγμένη και η Ελλάς δεν έχει το δικαίωμα να αποδεχθεί απλουστευτικές λύσεις στην κλιμακούμενη συριακή κρίση.

Δημοσιεύθηκε στην εφημ. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
 
 

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Λαογραφικά (3)


Η εξέλιξη της παραδοσιακής φορεσιάς
στην Ελλάδα

Στενά συνδεδεμένη με την ιστορία και την κοινωνική ζωή είναι η παραδοσιακή φορεσιά στην Ελλάδα, όπως καταδεικνύουν τα στοιχεία σχετικής εργασίας, που δημοσιεύονται στο βιβλίο “Παραδοσιακοί χοροί και η διδασκαλία τους- Ρυθμοκινητική ανάλυση και ρυθμική αρίθμηση” του Νικολάου Γ. Βαβρίτσα, λέκτορα παραδοσιακών χορών ΤΕΦΑΑ- Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού, Α.Π.Θ. Τομέας Ανθρωπιστικών Σπουδών.
Η ιστορία και η εξέλιξη του ενδύματος συνδέεται στενά με την κοινωνική ζωή του ατόμου, αφού είναι γνωστό ότι το ένδυμα χαρακτηρίζει την προσωπικότητα ενός ανθρώπου, αναφέρει ο κ. Βαβρίτσας. Και προσθέτει: “πρωταρχικός σκοπός του ενδύματος είναι η προστασία του ανθρώπου από τις καιρικές συνθήκες, ωστόσο το ένδυμα βρίσκεται σε άμεση σύνδεση με το πρόσωπο ή προσωπείο που το άτομο εμφανίζει στο κοινωνικό του περιβάλλον. Ως εκ τούτου το ένδυμα – φορεσιά ως κοινωνικό σημείο αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών για την προσωπική και κοινωνική ταυτότητα των ατόμων, καθώς μπορεί να ερμηνευτεί από ιστορική, οικονομική, ψυχολογική, κοινωνιολογική και γεωγραφική άποψη. Εύλογα λοιπόν η εξέλιξη των ενδυμασιών συνδέθηκε πάντοτε στενά με την ιστορία και την κοινωνική ζωή ιδιαίτερα”.
Όπως κάθε έκφραση λαϊκής δημιουργίας, έτσι και οι παραδοσιακές φορεσιές πήραν τη σημερινή τους μορφή, έπειτα από μακραίωνη διαδρομή αλληλοεπιδράσεων και εξελίξεων, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ιδιαίτερα, κατά τη βυζαντινή περίοδο, η εξέλιξη της ενδυμασίας ήταν επαναστατική, όχι μόνο λόγω της χρήσης πολύτιμων υφασμάτων, χρυσοκέντητων και ασημοκέντητων σχεδίων και βαρύτιμων κοσμημάτων, αλλά και λόγω της στερεότητας και κομψότητας των κατασκευών.
Στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, παρά την καταπίεση, τους διωγμούς και τις λεηλασίες που υπέστη ο ελληνικός λαός, μετά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, δημιουργήθηκαν θαυμαστά έργα τέχνης, βασισμένα πάνω στη βυζαντινή εκκλησιαστική και κοσμική παράδοση. Ειδικότερα, στον τομέα της αργυροχρυσοχοΐας, τα εργαστήρια της Ηπείρου και της Αρκαδίας παρήγαγαν θαυμαστά έργα τέχνης.
Η μεγάλη ποικιλία, οι παραλλαγές και η ομορφιά των παραδοσιακών ενδυμασιών διαφόρων περιοχών της πατρίδας μας προκαλεί κατάπληξη, αλλά ταυτόχρονα και μεγάλη δυσκολία σε όποιον αποφασίσει να ασχοληθεί περισσότερο με τη μελέτη τους. Παλαιότερα, στον ίδιο χώρο, η κοινωνική τάξη, το επάγγελμα, η ηλικία, το φύλο, η κοινωνική θέση, η γεωγραφία της περιοχής κ.ά., καθόριζαν τον ιδιαίτερο τύπο της φορεσιάς που έπρεπε να φορέσει κάθε άτομο, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια πραγματικά μοναδική και ταυτόχρονα τεράστια ποικιλία παραδοσιακών φορεσιών, σημειώνει ο συγκεκριμένος επιστήμονας.
Ο ελληνικός λαός παρήγαγε τα απαραίτητα για την κατασκευή των ενδυμασιών υλικά χρησιμοποιώντας την ακατέργαστη πρώτη ύλη, που ήταν κυρίως τα μαλλιά των αιγοπροβάτων. Η κατασκευή των παραδοσιακών φορεσιών απασχολούσε τις μανάδες αμέσως μετά τη γέννηση των παιδιών τους, εντάσσοντάς την στα πλαίσια της ετοιμασίας των προικιών τους. Κάθε γυναίκα από πολύ μικρή ηλικία έπρεπε να μάθει, εκτός των άλλων, και την κατεργασία του μαλλιού. Ήταν υποχρεωμένη, επίσης, να μάθει να γνέθει, να υφαίνει, να πλέκει, να ράβει, να κεντάει και γενικά να ξέρει να δουλεύει την ακατέργαστη πρώτη ύλη. Όλη η ευθύνη για την επεξεργασία και παραγωγή των απαραίτητων για την κατασκευή των φορεσιών υλικών ήταν δική τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η οικοτεχνία να αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε, ειδικότερα στον τομέα της γυναικείας χειροτεχνίας και του κεντήματος, να δημιουργηθούν πραγματικά αριστουργήματα τέχνης”, επισημαίνει ο κ. Βαβρίτσας.

ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΑ

Η κατεργασία αυτή ακολουθούσε πιστά μια σειρά από διαδικασίες που έπρεπε να ακολουθηθούν, ώστε να υπάρξει το ποθητό αποτέλεσμα. Πρώτη απ’ αυτές ήταν η συλλογή του μαλλιού με το κούρεμα των αιγοπροβάτων. Ακολουθούσε το πλύσιμο (ανάλογα με τις ανάγκες και το βάψιμο) και στέγνωμα του μαλλιού, η διαλογή του, το “γριαίσιμο” και το λανάρισμα, το γνέσιμο στη ρόκα και τέλος, το στρίψιμο σε νήμα και το μάζεμα σε κουβάρια. Κατόπιν, το έτοιμο γνεσμένο νήμα, μαζεμένο σε κουβάρια, μεταφερόταν στην “ανέμη”, για να δημιουργηθούν τα δυασίδια, από τα οποία δημιουργούνταν το στημόνι και τα υφάδια. Το υφάδι το μάζευαν μασούρια στο τσικρίκι και τα περνούσαν στη σαΐτα έτοιμο για ύφανση στον αργαλειό, που δεν έλειπε από κανένα σπίτι.
Συνήθως, για μεγαλύτερη ευκολία το μαλλί βαφόταν, αφού πρώτα είχε γίνει νήμα. Τα υφάσματα που ύφαιναν στον αργαλειό (αδίμιτα κάλτσινα κ.ά.) τα πήγαιναν στα μαντάνια για να μπάσουν (σφίξουν) και να μαλακώσουν. Τα νεότερα χρόνια (18ος -19ος αιώνας), για την κατασκευή των φορεσιών χρησιμοποιούνταν, εκτός από τα οικοτεχνικά υφαντά, και αγοραστά υφάσματα (στόφες, κατιφέδες, και άλλα “εισαγόμενα” υλικά κατασκευής), τα οποία έρχονταν με τους κυρατζήδες στα παζάρια, από τις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης.
Από το εισαγωγικό σημείωμα της κας Ιωάννου–Γιανναρά, σημειώνουμε: “Οι τρεις γνωστές κατηγορίες της ελληνικής φορεσιάς -καθημερινή, γιορτινή, νυφική- και η λεπτομερειακή μελέτη και ανάλυση των υλικών που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες και οι λαϊκοί τεχνίτες για την κατασκευή τους, οδήγησε την Αγγελική Χατζημιχάλη στην παρατήρηση ότι η κατασκευή της φορεσιάς προσδιορίζεται από δύο ακόμη παράγοντες: Την ηλικία του ανθρώπου (κόρη, νύφη, νιόπαντρη, παντρεμένη χρόνια, ηλικιωμένη για τις γυναίκες και αντίστοιχα για τους άντρες) και την κοινωνική τάξη. Τα στοιχεία αυτά καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο έραβαν και κεντούσαν κάθε κομμάτι φορεσιάς. Γιατί στη ζωή τους το καθένα παίρνει τη λειτουργική του θέση με απόλυτη καθορισμένη τάξη. Μετά τις παραπάνω διαπιστώσεις και από την εικόνα που σχημάτισε με την εποπτεία του συνόλου του υλικού, η Αγγελική Χατζημιχάλη κατέληξε σε μια νέα και πρωτότυπη κατάταξη, πολύ σημαντική για την έρευνα: τη μορφολογική. Η μορφή της φορεσιάς είναι αυτό που θα λέγαμε απλά, ο καθρέπτης του ανθρώπου που τη φορεί. Έτσι οι γυναικείες φορεσιές χωρίστηκαν σε τρεις βασικές κατηγορίες. Οι φορεσιές με το σιγκούνι… Οι φορεσιές με το καβάδι… Οι φορεσιές με το φουστάνι… Και σε άλλες δύο οι αντρικές. Η φουστανέλα, η βράκα”.
Μία άλλη ερευνήτρια, η κ. Παπαντωνίου διαιρεί γενικά τις φορεσιές σε ορεινές, πεδινές και νησιώτικες και κάθε μία από αυτές σε χωριάτικες και αστικές. Τονίζει, επίσης, ότι οι περισσότερες (γυναικείες) φορεσιές αποτελούνται από: Το πουκάμισο, το αντερί ή σαγιά (είδος φορέματος – παλτού, φτιαγμένο συνήθως από πολύτιμη στόφα), το σιγκούνι (είδος παλτού από “σαγιάκι”, μάλλινο υφαντό ύφασμα γνωστό στην αρχαιότητα με το όνομα “σαγίον”), τη βράκα (εσώρουχο σε όλες σχεδόν τις γυναικείες φορεσιές), τα πολύπλοκα κεφαλοδέματα, κυρίως νυφικά.
Για τις ανδρικές φορεσιές, η ίδια υπογραμμίζει ότι έχουν πανάρχαιες ρίζες, είναι αυστηρές στο χρώμα και λιτές στη διακόσμηση, έτσι ώστε το βασικό τους σχήμα να μένει ξεκάθαρο. Διαιρούνται γενικά σε στεριανές και θαλασσινές και κάθε μία από αυτές σε χωρικές και αστικές. Όλες οι ελληνικές φορεσιές, τονίζει, έχουν για εσώρουχα τη φανέλα και το σώβρακο και από καμιά δεν λείπει το πουκάμισο, που συνήθως είναι κοντό. Στη Θράκη επικρατεί το πουτούρι, είδος σκουρόχρωμου μάλλινου παντελονιού. Στη Μακεδονία επικρατεί το μαύρο πανωβράκι (παντελόνι) και η πουκαμίσα. Στην Πελοπόννησο, την Αττική και, γενικά, τη Στερεά Ελλάδα, συναντάμε τη Φουστανέλα, είδος πολύπτυχης λευκής φούστας που καθιερώθηκε ως το κατεξοχήν ελληνικό ένδυμα. Στις παραθαλάσσιες περιοχές και τα νησιά συναντάμε τη βράκα, είδος φουφουλωτού παντελονιού σε διάφορες παραλλαγές.
Τέλος ο Χρήστος Μπρούφας (χ.χ.) τη φορεσιά της Ελληνίδας την κατατάσσει σε τρεις τύπους:
Τη χωρική, που συνήθως κατασκευαζόταν από χειροποίητα υφάσματα, με τα βαμβακερά πουκάμισα και σαγιάδια και τα μάλλινα σεγκούνια από πάνω, όπως των Αλώνων Φλώρινας, της Κορινθίας και της Καραγκούνας, τη φορεσιά ανατολικού αστικού τύπου, με τα καβάδια, τα αντεριά και τους τζουμπέδες, που ράβονταν από ακριβά υφάσματα, όπως η παλιά γιαννιώτικη, η ποντιακή, η της Σίλης Ικονίου και όλες σχεδόν οι παλαιότερες φορεσιές των αστικών κέντρων και τη νεότερη φορεσιά δυτικού αστικού τύπου, της οποίας χαρακτηριστικό είναι το μακρύ πολύπτυχο φόρεμα από μεταξωτή πολυτελή στόφα, το οποίο αντικαθιστά τα καβάδια ή πέφτει από πάνω και ντύνει τα παλιά βαμβακερά πουκάμισα.
Φορεσιά Βέροιας

 Έχει ως πανωφόρι είτε ένα μάλλινο κεντημένο σεγκούνι, όπως η φορεσιά της Βοβούσας, του Μετσόβου της Βλάστης, είτε ένα τσόχινο κεντημένο με λεπτό χρυσογαϊτανο γιλέκο, όπως της Βέροιας, της Νάουσας, της Καστοριάς, της Σαμαρίνας και της “Αμαλίας”.
Α. Ζώης

Πηγή: ΑΠΕ

http://ellas2.wordpress.com/2010/04/02/%CE%B7-%CE%B5%CE%BE%CE%AD%CE%BB%CE%B9%CE%BE%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%BF%CF%83%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%AE%CF%82-%CF%86%CE%BF%CF%81%CE%B5%CF%83%CE%B9%CE%AC%CF%82-%CF%83/


Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Stern: Ευρώ αντί Τουρκίας επέλεξε ο Σημίτης


Stern: Ευρώ αντί Τουρκίας
επέλεξε ο Σημίτης

Συγκλονιστικές αποκαλύψεις από το περιοδικό Stern σχετικά με την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και τις υπόγειες συμφωνίες Σημίτη – Σρέντερ.

Στην τελευταία έκδοσή του το γερμανικό περιοδικό Stern αποκαλύπτει τα κρυφά παρασκήνια της εισόδου της Ελλάδας στο ευρώ. Bλέπετε τα χρόνια περάσανε και τώρα δε μας πειράζει να τα μάθετε.

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ και τα έγγραφα που φέρνει στο φώς, το 2000 η Γερμανική κυβέρνηση γνώριζε πολύ καλά οτι η Ελλάδα δεν πληρούσε τους όρους ένταξης.

Η Γερμανική Κυβέρνηση διέθετε σειρά αρνητικών εισηγήσεων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τις αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, με προειδοποιήσεις για το μεγάλο αναλογικά εμπορικό έλλειμμα, τη μεγάλη εξάρτηση από τις κοινοτικές επιδοτήσεις, αλλά και για τους κινδύνους που απειλούν την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας. Σημείωναν δε ότι η χώρα δεν ήταν έτοιμη για το «σοκ της εισόδου στην Ευρωζώνη». Ήταν η εποχή που η κυβέρνηση Σημίτη παραποιούσε όλα τα σχετικά οικονομικά στοιχεία (σε αγαστή συνεργασία με την Goldman Sachs).

Παρ’ όλα αυτά ο τότε Καγκελάριος Σρέντερ και η κυβέρνησή του αγνόησαν όλες τις προειδοποιήσεις και επιπλέον, καθησύχαζαν τους πάντες, λέγοντας οτι η Ελλάδα πληρεί τους όρους ένταξης.

- Το ερώτημα φυσικά είναι γιατί ο Σρέντερ έκανε τα στραβά μάτια και τελικά επιτάχυνε την είσοδο της Ελλάδας στο ευρώ;

Την απάντηση δίνει το περιοδικό Stern.
Σημίτης και Σρέντερ είχαν κάνει μια συμφωνία κάτω από το τραπέζι: Ο Σρέντερ θα έκανε τα στραβά μάτια και θα έβαζε τελικά την Ελλάδα στο ευρώ και σε αντάλλαγμα ο δοσίλογος Σημίτης υποσχέθηκε οτι η Ελλάδα θα παραιτούνταν από οποιοδήποτε δικαίωμα άσκησης βέτο για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κάτι που άλλωστε επιθυμούσε διακαώς η Γερμανική κυβέρνηση.

Με λίγα λόγια, ο τότε Πρωθυπουργός της Ελλάδας ξεπούλησε ένα από τα τελευταία εναπομείναντα διπλωματικά όπλα της χώρας για την πολιτική του επιβίωση.


http://www.trelokouneli.gr/2012/06/stern.html


Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Ειδήσεις στα αρχαία ελληνικά (84)

(κλικ επάνω στην εικόνα του κειμένου για μεγέθυνση)

Και άλλες διεθνείς ειδήσεις στα αρχαία ελληνικά από την ιστοσελίδα του Καταλανού καθηγητή κλασσικής φιλολογίας Joan Coderch-i-Sancho “Akropolis World Νews” (http://www.akwn.net/).


Νομίσματα και Ιστορία (1)

Αργυρό τετράδραχμο της Κλεοπάτρας Ζ΄ και του Πτολεμαίου ΙΕ΄
(39-38 π.Χ.)

Η εβδομάδα που πέρασε

23 Ιουνίου 47 π.Χ. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια ο γιος της Κλεοπάτρας Ζ΄ και του Ιουλίου Καίσαρα, ο Πτολεμαίος ΙΕ΄, γνωστός με το παρωνύμιο Καισαρίων. Μετά τον θάνατο (αυτοκτονία) της Κλεοπάτρας και μέχρι την δολοφονία του στις 12 Αυγούστου 30 π.Χ. από τους Ρωμαίους, ο Πτολεμαίος ΙΕ΄ υπήρξε ο μόνος Φαραώ της Αιγύπτου. Με τον θάνατό του έβησε η Δυναστεία των Πτολεμαίων, που κυβέρνησε την Αίγυπτο περίπου τρεις αιώνες (305-30 π.Χ.)


Αργυρό δηνάριο Βεσπασιανού

Ορειχάλκινο σηστέρτιο Βεσπασιανού του 71 μ.Χ.
για τις νίκες του στον Α΄ Ιουδαιο-ρωμαϊκό πόλεμο

24 Ιουνίου 79 μ.Χ. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Βεσπασιανός πεθαίνει καθ' οδόν προς το Ρεάτε (Reate, σημερ. Riati στο Λάτιο) και οι στάχτες του τοποθετήθηκαν αρχικά στο Μαυσωλείο του Οκταβιανού Αυγούστου. Αργότερα μεταφέρθηκαν στον Ναό της οικογενείας των Φλαβίων. Για το έργο του της αναδιοργάνωσης και της αναστύλωσης της αυτοκρατορίας θεοποιήθηκε από την Σύγκλητο. 
Αργυρό δηνάριο Τίτου (περ. 79 μ.Χ.)
αναμνηστικό των νικών του στον Α΄ Ιουδαιο-ρωμαϊκό πόλεμο (66-73 π.Χ.)

24 Ιουνίου 79 μ.Χ. Μετά τον θάνατο  του Βεσπασιανού ανακηρύσσεται αυτοκράτωρ ο μεγαλύτερος γιος του Τίτος. Έγινε γνωστός για την αποπεράτωση του Κολοσσαίου και την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και του Ναού της.

Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία 68-69 μ.Χ.



Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

Η ψευδεπίγραφη "ρωμαϊκότητα" των Βυζαντινών (2)

Νικηφόρος Φωκάς

Η διαχρονικότητα της Ελληνικής συνείδησης
και η ψευδεπίγραφη "ρωμαϊκότητα" των Βυζαντινών
(Συνέχεια από την προηγούμενη ανάρτηση)

3. Παραδείγματα και μαρτυρίες

Πρέπει να σημειωθεί πως οι φράσεις «ψευδεπίγραφη ρωμαϊκότητα», «ένα πουκάμισο αδειανό» ή «ένας άλλος τρόπος για να πεις ή να μην πεις Έλληνας/Ελληνισμός», τις οποίες χρησιμοποιώ εδώ, δεν είναι σχήματα λόγου, αλλά ανταποκρίνονται κατά τη γνώμη μου στην ιστορική πραγματικότητα. Ιδού ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα:

Τον 9ο αιώνα ο χαλίφης Αλ-Μαμούν πρόσφερε στον αυτοκράτορα Θεόφιλο μεγάλες ποσότητες χρυσού και αιώνια ειρήνη με ένα και μόνο αντάλλαγμα: να επιτρέψει ο τελευταίος στο Λέοντα το Μαθηματικό να μεταβεί για λίγο στην αυλή του Άραβα ηγεμόνα, ώστε να μεταδώσει εκεί κάποια στοιχεία από τις γνώσεις του στα μαθηματικά, στην αστρονομία και στις άλλες επιστήμες. Μιλάμε για πολιτιστικά επιτεύγματα όχι, βέβαια, ρωμαϊκά αλλά ακραιφνώς ελληνικά. Άλλωστε ο Λέων ο Μαθηματικός, χάρη στη μεγάλη αναστροφή και τη βαθιά εξοικείωσή του με την ελληνική επιστήμη και τα ελληνικά γράμματα, είχε αξιωθεί το παρωνύμιο «Έλλην». Ο Θεόφιλος απέρριψε την προσφορά με την ακόλουθη αιτιολογία: θα ήταν παράλογο, είπε, να δώσει κανείς το δικό του αγαθό σε άλλους και να παραδώσει σε ξένους τη γνώση των όντων, χάρη στην οποία οι πάντες τιμούν και θαυμάζουν το Γένος των Ρωμαίων! («αλλ’ ο Θεόφιλος ανταποκρίνας και άλογον το οικείον δούναι ετέροις καλόν και την των όντων γνώσιν έκδοτον ποιήσαι τοις έθνεσι δι’ ης το των Ρωμαίων γένος θαυμάζεταί τε και τιμάται παρά πάσιν»)[37] .

Ναι, διαβάσατε σωστά. Τα μαθηματικά και η αστρονομία είναι το καύχημα του «Γένους των Ρωμαίων»! Και να σκεφτεί κανείς ότι στην κλασική περίοδο της λατινικής γραμματείας, τότε που διαμορφωνόταν πρωθύστερα η ιδεολογία του ιστορικού προορισμού της Ρώμης ως κοσμοκράτειρας, η αποστολή του ρωμαϊκού λαού προδιαγράφεται με σαφήνεια. Εκείνο στο οποίο οφείλει να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του δεν είναι τα γράμματα, οι τέχνες και οι επιστήμες, είναι το imperium! O Αγχίσης, συγκεκριμένα, τονίζει στο γιο του Αινεία, όταν ο τελευταίος τον συναντά στον κάτω κόσμο, πως η μετάδοση ζωής στο χαλκό, η σμίλευση ζωντανών μορφών στο μάρμαρο, οι εύστοχες δικανικές ομιλίες αλλά και η μέτρηση με το διαβήτη της κίνησης του ουρανού και της τροχιάς των αστέρων, αυτά όλα είναι επιδόσεις, στις οποίες κάποιοι άλλοι (εννοεί τους Έλληνες) θα αποδειχτούν περισσότερο ικανοί. Και του δηλώνει εμφατικά ότι ο ίδιος, ως Ρωμαίος, πρέπει να θυμάται πως οι δικές του οι «τέχνες» είναι κάτι το διαφορετικό: να επιβάλλει στους άλλους λαούς την κυριαρχία του, να θεσπίζει τους νόμους της ειρήνης μεταξύ των εθνών, να δείχνει επιείκεια προς τους ηττημένους και να κατανικά τους αλαζόνες («excudent alii spirantia mollius aera/(credo equidem), vivos ducent de marmore voltus,/orabunt causas melius, caelique meatus /describent radio et surgentia sidera dicent: /tu regere imperio populos, Romane, memento/(hae tibi erunt artes), pacisque imponere morem,/parcere subiectis et debellare superbos»)[38] .

Ο Θεόφιλος δεν αμφισβητεί προφανώς την ελληνική πατρότητα των επιστημών ούτε, βέβαια, τη διεκδικεί για λογαριασμό των «Ρωμαίων». Απλούστατα, αντί να αναφερθεί ονομαστικά στους Έλληνες, θεωρεί αυτονόητο ότι μπορεί να τους αποκαλέσει «Ρωμαίους» ακολουθώντας την αυτονόητη χρήση της εποχής. Και είναι χαρακτηριστικό το ότι αμέσως μετά την λέξη «Ρωμαίων», στη φράση «η των Ρωμαίων γνώση» του παραπάνω χωρίου, ο Διον. Ζακυθηνός επεξηγεί μέσα σε παρένθεση: «(των Βυζαντινών, των Ελλήνων)»[39] . Ενώ ο Paul Lemerle, αποδίδοντας ελεύθερα το ίδιο χωρίο, τονίζει ευθέως πως η γνώση των όντων «αποτελούσε παντού τη δόξα των Ελλήνων»[40] . Προφανώς, τον ισχυρισμό ότι η χρήση του όρου «Ρωμαίος» ήταν ένας άλλος τρόπος για να πεις (ή για να μην πεις) «Έλληνας» τον υιοθετούν και οι δύο διαπρεπείς αυτοί βυζαντινολόγοι, αλλά τον εκφράζουν με το δικό τους έμμεσο και περισσότερο κομψό τρόπο.

Στο σημείο αυτό οι μεγάλοι (και όχι οι «αγνώστων λοιπών στοιχείων») Βυζαντινολόγοι, στη συντριπτική πλειονότητά τους, είναι κατηγορηματικοί: «Το Βυζάντιο, αν και παραμένει πάντα σταθερά προσκολλημένο στις ρωμαϊκές πολιτικές ιδέες και παραδόσεις, μεταβάλλεται σε ένα μεσαιωνικό ελληνικό κράτος», γράφει ο Ostrogorsky. «Βυζαντινό είναι το εκχριστανισθέν ρωμαϊκό κράτος του ελληνικού έθνους» θα πει ο Aug. Heisenberg. «Ελληνική Αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής», θα χαρακτηρίσει το Βυζάντιο η Γλύκατζη-Αρβελέρ. «Ρωμαίος εσήμαινε, εν τέλει τον Έλληνα» και «Την ηγεμονία διετήρησαν τα ελληνικήν έχοντα την γλώσσαν εθνικά στοιχεία, αδιάφορον αν εις τας φλέβας των έρρεε μία σταγών περισσότερο ή ολιγώτερον αίματος αρχαίου ελληνικού», θα τονίσει ο Krumbacher. «Υπάρχει συνέχεια (στην ελληνική ιστορία) τόσο στο θέμα της φυλετικής καταγωγής, όσο και σε ό,τι αφορά τη γλώσσα και τον πολιτισμό. (...) Παρά το γεγονός ότι οι κάτοικοι έφτασαν στο σημείο να αυτοαποκαλούνται Ρωμαίοι, παρέμειναν αναμφισβήτητα Έλληνες», θα προσθέσει ο Dοuglas Dakin. Και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό!... Δεν είναι άλλωστε καθόλου τυχαίο το ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου, από τους Λατίνους, τους Σλάβους και τους Βουλγάρους –συχνά ή κατά κανόνα- η Ελλάδα ονομαζόταν «Γραικία» (Graecia=Ελλάδα) και οι Έλληνες «Γραικοί» (Graeci=΄Ελληνες).

Με την ευκαιρία, παραθέτουμε τα εμπνευσμένα λόγια ενός ιεράρχη, που αποτελούν ύμνο για την αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια του ελληνισμού, ο οποίος κατά τους βυζαντινούς χρόνους ενσωμάτωσε το χριστιανισμό και συνυφάνθηκε αζί του. Πρόκειται για τον Πενταπόλεως Νεκτάριο Κεφαλά - τον Άγιο Νεκτάριο: «Η δράσις του Ελληνισμού εν τω Βυζαντίω εστίν η δράσις της Ελλάδος εν τη Ανατολή, ο κρίκος της αλύσεως , ο συνδέων την αρχαίαν μετά της νεωτέρας Ελλάδος, η συνέχεια της ελληνικής Ιστορίας» (…) «Το ελληνικόν έθνος (…) ου μόνον δεν εξηφανίσθη, αλλά και τους επιδρομείς (…) αφομοίωσε και υπό το όνομα του Έλληνος Ρωμαίου Χριστιανού σωτηρίως και επωφελώς έδρασε»». (…) «[Το] ελληνικόν βυζαντινόν κράτος (…) και την παιδείαν και τας επιστήμας και τας τέχνας εκαλλιέργει και (…) ουδέν απέβαλε της κληροδοτηθείσης αυτώ πνευματικής κληρονομίας»[41] .

Επομένως, το να αρνείται κανείς να θεωρήσει το Βυζάντιο ως το συνεκτικό δεσμό που ενώνει την Αρχαία με τη Νέα Ελλάδα και το να επιβάλλει τη «Ρωμιοσύνη»[42] ως απαρχή της εθνικής μας ιστορίας με ταυτόχρονο αποκλεισμό της Αρχαίας Ελλάδας από το ενιαίο και αδιάσπαστο ελληνικό τρίπτυχο: Αρχαιότητα, Μεσαίωνας, Νέοι Χρόνοι αποτελεί επιεικώς ιστορικό ατόπημα. Πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση προκρούστειας προσαρμογής των ιστορικών δεδομένων σε ιδεολογικές επιλογές και σκοπιμότητες.

4. Η ελληνικότητα ως αγώνισμα

Αναφέρθηκα παραπάνω στο ρεύμα της ελληνικότητας, που δεν είχε πάψει ποτέ να κυλά υπόγεια στη συνείδησή του απλού Έλληνα. Στους τελευταίους αιώνες της αυτοκρατορίας και κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο αλλά και στις παροικίες του εξωτερικού η ελληνική συνείδηση, με όχημα τη γλώσσα, ήταν πανταχού παρούσα. Μπορεί επί αιώνες η Εκκλησία στη θέση του Έθνους να τοποθετούσε συστηματικά το Γένος, στη θέση της πατρίδας αποκλειστικά και μόνο την πίστη και στη θέση του Ελληνισμού τη Ρωμιοσύνη και μόνο. Παρ’ όλα αυτά, η διαχρονική Ελλάδα δεν έσβησε. Παρέμεινε ακμαία στη σκέψη, στα λόγια και στα κείμενα των πνευματικών ηγετών του Έθνους, που φώτιζαν το μυαλό και πυρπολούσαν την ψυχή του απλού λαού (προς μεγάλο σκανδαλισμό, εννοείται, των καθ’ ημάς νεοφαναριωτών και «λοιπών ρωμαιόπληκτων δυνάμεων», που θα επιθυμούσαν διακαώς η επίδραση στον απλό λαό να ήταν μονόπλευρα εκκλησιαστική…). Προ πάντων, όμως, η Ελλάδα παρέμενε ολοζώντανη στις ίδιες τις ψυχές των Ελλήνων. Και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, με αφετηρία το ’21, ξεχύθηκε σαν ορμητική λάβα ηφαιστείου που παρασύρει στο διάβα της τα πάντα.

«Και ξαφνικά, γράφει ο Ιω. Κακριδής, από την πρώτη κιόλας μέρα, ακούει (ο λαός) πως και αυτός είναι Έλληνας. Τον βεβαιώνουν οι αρχηγοί του, το βροντοφωνάζει κάθε στιγμή ο Κολοκοτρώνης, οι ξένοι από τα πέρατα του κόσμου μιλούν για τη νεκρανάσταση των Ελλήνων. Ο ταπεινωμένος αιώνες τώρα ραγιάς είναι λοιπόν, ίδια φυλή και φύτρα με τους αντρειωμένους Έλληνες; Αυτός ο μυθικός κόσμος των αθάνατων Ελλήνων ήταν λοιπόν τόσο δικός του και δεν το ήξερε; Η ψυχή του απλού, ταπεινού αγωνιστή βρίσκει ξαφνικά ένα στήριγμα από τα πιο μεγάλα – έναν μύθο»[43]. Ούτε, όμως, ο Κολοκοτρώνης, θα πρόσθετε η ταπεινότητά μου, ούτε «οι ξένοι από τα πέρατα του κόσμου» ούτε ο ουρανοκατέβατος «μύθος» θα μπορούσαν ποτέ να μετατρέψουν «εν ριπή οφθαλμού» τους αγράμματους φουστανελάδες σε «Έλληνες», αν η ίδια η διαχρονική ελληνικότητα δεν ήταν πανταχού παρούσα και παντοδύναμη στη συνείδησή τους. Εύγλωττη στο σημείο αυτό είναι η μαρτυρία του πατέρα της ελληνικής λαογραφίας Νικολάου Πολίτη: «Αμιγές αντί του αίματος διετηρήθη εν τη γλώσση, τω βίω και τω χαρακτήρι του λαού το ελληνικόν πνεύμα δι’ αδιασπάστου αλύσεως παραδόσεων, ης ένα προς ένα τους κρίκους ανευρίσκομεν εν τοις διαφόροις σταδίοις και ταις περιπετείαις της ελληνικής εθνότητος»[44].

Το ότι, πάντως, όπως ισχυρίζεται ο Ιω. Κακριδής, «διαβάζοντας τα κείμενα του Αγώνα βλέπουμε ότι την εποχή εκείνη το όνομα Έλληνες χαρακτηρίζει μόνο τον επαναστατημένο λαό», το ότι δηλαδή μόνο οι αγωνιζόμενοι κατά των Τούρκων ανακτούν το όνομα των μυθικών ηρώων που φάνταζαν στη λαϊκή αντίληψη σαν όντα υπερφυσικά –-και ανεξαρτήτως του αν και κατά πόσο αυτό αληθεύει-- μοιάζει να περικλείει έναν βαθύτερο συμβολισμό. Ότι δηλαδή η ελληνικότητα δεν είναι κάτι το δεδομένο, το εύκολο και το ανέξοδο, αλλά συνυφαίνεται με τον αγώνα, ξεπροβάλλει από τον αγώνα και κατακτάται χάρη στον αγώνα. «Το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον», φέρεται από το Θουκυδίδη να διακηρύσσει ο Περικλής στον «Επιτάφιό» του[45] . Αυτό επιβεβαιώθηκε με τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Οι ήρωες του ’21 κέρδισαν με το σπαθί τους όχι μόνο την ανεξαρτησία τους από τον Τούρκο αλλά και την ίδια την ελληνικότητά τους, που την επέβαλαν σε εχθρούς και φίλους, μολονότι επί αιώνες η κρατική εξουσία και η Εκκλησία την είχαν συγκαλύψει κάτω από μια ψευδεπίγραφη «ρωμαϊκότητα».

Θα ήταν, ωστόσο, ανιστόρητο και άδικο να αποσιωπήσει κανείς το ότι η Ορθοδοξία, σε χαλεπούς καιρούς, περιέθαλψε, στήριξε και κράτησε ζωντανό τον ελληνισμό προστατεύοντας τον υπό την σκέπην των πτερύγων της έστω και αν τον αντιμετώπιζε ως Ρωμιοσύνη, καθώς και το ότι από τους κόλπους της αναδείχτηκαν ιεράρχες με ακμαίο ελληνικό φρόνημα, οι οποίοι φώτισαν το χειμαζόμενο Γένος καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής δοκιμασίας του[46] . Δεν πρέπει άλλωστε να μας διαφεύγει ότι στην ορθόδοξη χριστιανική μας ταυτότητα η Ελλάδα είχε εναποθέσει ανεξίτηλα τη σφραγίδα της. Βαρυσήμαντη επί του προκειμένου είναι η μαρτυρία του Ευσεβίου, του επισκόπου Καισαρείας επί Μεγάλου Κωνσταντίνου: «Μόνη γαρ η Ελλάς αψευδώς ανθρωπογονεί 'φυτόν ουράνιον' και βλάστημα θείον ηκριβωμένον, λογισμόν αποτίκτουσα οικειούμενον επιστήμηι»[47].


Το γεγονός είναι ότι μέσα από την πάλη κατά του εχθρού το Γένος γίνεται πανηγυρικά Έθνος και οι ραγιάδες Ρωμιοί, που αγωνίζονται ταυτόχρονα και για «του Χριστού την πίστη», αναδεικνύονται ελεύθεροι Έλληνες με δική τους πλέον ανεξάρτητη πατρίδα. Και ο αγράμματος Μακρυγιάννης, που ούτε σε σχολείο είχε ποτέ του πατήσει ούτε είχε ακούσει ποτέ τι θα πει Διαφωτισμός, θα αντιταχτεί σθεναρά στο ενδεχόμενο να πουληθούν σε ξένους δύο αρχαία αγάλματα: «Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε», θα πει. Οπότε κατάπληκτος ο Σεφέρης θα παρατηρήσει: «Δε μιλά ο Λόρδος Βύρων, μήτε ο λογιότατος, μήτε ο αρχαιολόγος˙ μιλά ένας γιος τσοπάνηδων της Ρούμελης με το σώμα γεμάτο πληγές. ‘Γι’ αυτά πολεμήσαμε’. Δεκαπέντε χρυσοποίκιλτες ακαδημίες δεν αξίζουν την κουβέντα αυτού του ανθρώπου (…)». Και συμπληρώνει: «‘Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη’ τραγουδούσε ο Σολωμός. Η ιδέα του ήταν αληθινή. Η ελληνική επανάσταση ήταν βγαλμένη από το μεδούλι των κοκάλων των ζωντανών Ελλήνων. Και γι’ αυτό πέτυχε, και γι’ αυτό δε σταμάτησε και πραγματοποιείται σ’ όλο τo ΙΘ' αιώνα, και γι’ αυτό δεν τέλειωσε ακόμη η πραγματοποίησή της»[48] .
Αυτό το τελευταίο («…και γι’ αυτό δεν τέλειωσε ακόμη η πραγματοποίησή της») ας το κρατήσουμε βαθιά μέσα μας στους δύσκολους καιρούς που περνάμε.

Κυριάκος Κατσιμάνης Docteur d' Etat του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, Επίκ. Καθηγητής Φιλοσοφιας του Πανεπιστημίου Αθηνών
___________________________________________

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Για παράδειγμα, Clifton R. Fox, Τι είναι, αν είναι κάτι, ένας Βυζαντινός; http://www.romanity.org/htm/fox.e.01.ti_einai_an_einai_kati_enas_buzantinos.01.htm  
[2] Και αυτό συνήθως το κάνουν σε λαθρόβιες ιστοσελίδες, στις οποίες αρθρογραφούν κατά κανόνα οι ίδιοι και οι οποίες έχουν δημιουργηθεί με μοναδικό σκοπό να υπηρετήσουν τη «μεγάλη ιδέα» του ελληνομηδενισμού. Tη διάδοση της ιδέας αυτής την έχουν αναλάβει περίπου εργολαβικά με τις θεματικά μονότονες καταχωρίσεις τους αλλά και με τη συστηματική διαδικτυακή μετακίνησή τους «από αναρτήσεως εις ανάρτησιν», όπου, λειτουργώντας κάθε φορά ως «ουρά», επαναλαμβάνουν και διαχέουν στερεότυπα τις γνωστές θέσεις τους. Και αυτά όλα, βέβαια, με τη γενναιότητα και τη λεβεντιά των ανθρώπων που κρύβονται πίσω από ψευδώνυμα!...
[3] Το Ελληνικό Έθνος, γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού, Αθήνα, 2004.
[4] Διον. Ζακυθηνού, Το Βυζάντιον, Κράτος και Κοινωνία. Ιστορική ανασκόπησις, Αθήναι, 1951, σελ. 39.
[5] Όπ. παρ., σελ. 25.
[6] Η επισήμανση με έντονα γράμματα σε αυτό το άρθρο κάποιων φράσεων σε εντός εισαγωγικών παραθέματα είναι δική μου και δεν υπάρχει στα κείμενα των συγγραφέων.
[7] Παγκόσμιος Ιστορία, Βίβλος, Αθήναι 1952, τόμος Α΄, σσ. 636-637.
[8] «Και ου τη πατρίω φωνή τον νόμον συνεγράψαμεν, αλλά ταύτη δη τη κοινή τε και Ελλάδι, ώστε άπασιν αυτόν είναι γνώριμον δια το πρόχειρον της ερμηνείας», Ιουστινιανού, Νεαραί, 52, 32-35. Πόση απέχθεια σε εκείνο το «ταύτη δη τη κοινή τε και Ελλάδι», ιδιαίτερα όταν η αναφορά στην ελληνική γίνεται κατ’ αντιπαράθεση προς την πατροπαράδοτη γλώσσα του αυτοκράτορα («ου τη πατρίω φωνή») !...Να σημειωθεί ότι από το 397 είχε ήδη επιτραπεί να εκδίδουν τα δικαστήρια αποφάσεις στα ελληνικά και από το 439 να συντάσσονται στα ελληνικά οι διαθήκες, Κωνσταντίνου Αμάντου, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμος Α΄, ΟΕΔΒ, 19633 σελ. 52.
[9] Α. Rambaud, L’ Empire grec au Xe siècle, Παρίσι, 1870, σελ. 539.
[10] Tractatus Logico-Philosophicus, 5,6.
[11] Πανηγυρικός, 50, 1-8.
[12] Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα, 1999, σελ.137.
[13] Διον. Ζακυθηνού, όπ. παρ., σελ.73. Πρβλ. και σσ. 64-65.
[14] Byzantium, An Introduction to East Roman Civilization, (ελλ. μτφρ.Δ. Σακκά, Βυζάντιο, Εισαγωγή στο Βυζαντινό Πολιτισμό), εκδ. Δ. Παπαδήμας, Αθήνα, 1988, σελ. 23.
[15] Γ. Καραμπελιά, 1204, η διαμόρφωση του νεώτερου Ελληνισμού, Εισαγωγή.
[16] Απόστ. Ε. Βακαλόπουλου, Νέος ελληνισμός. Οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του Έθνους, [1204 - μέσα 15ου αιώνα], Εκδ. Οίκος Αντωνίου Σταμούλη, 2008, σσ.98-99.
[17] . Κ. Ν. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμ. 5, σελ. 444
[18] Όπ. παρ., σελ. 447.
[19] Σπυρίδωνος Λάμπρου, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, τόμ. Γ΄, σελ. 247.
[20] Πολύ περισσότερο: η επίκληση και η παράθεση εντελώς ανεπεξέργαστων «σεντονιών» με κείμενα αυλικών αγορητών ή καθεστωτικών «υμνωδών», τα οποία ανασύρονται από τον TLG με κατάχρηση της διαδικασίας «αντιγραφή - επικόλληση» δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να υποστηρίξει κανείς τη ρωμαϊκότητα των Βυζαντινών…
[21] Η αμφισβήτηση της ρωμαϊκότητας των Βυζαντινών δεν έχει καμιά σχέση με αξιολογικές αποτιμήσεις, αλλά σχετίζεται με την επεξεργασία των ιστορικών δεδομένων. Κατά τα άλλα, ο υπογραφόμενος, ο οποίος έχει γνωρίσει τους Ρωμαίους μέσα από την Ιστορία και τη Γραμματεία τους, τρέφει απεριόριστο θαυμασμό για αυτούς τους σοβαρούς, πειθαρχημένους, πρακτικούς, ουσιαστικούς και αποτελεσματικούς ανθρώπους, οι οποίοι, επιπλέον, υπήρξαν λαμπροί μαθητές των Ελλήνων. Για τους ανθρώπους που αναδείχτηκαν κοσμοκράτορες, επειδή διέπρεψαν στον τομέα της κρατικής συγκρότησης, της διοικητικής οργάνωσης και της νομοθεσίας και τοποθέτησαν στο κέντρο του πολιτισμού τους ιδέες/αξίες όπως η gravitas, η auctoritas και η constantia, στις οποίες ο ελληνικός πολιτισμός δεν έχει να επιδείξει, δυστυχώς. ιδιαίτερη προσήλωση… (Εννοείται ότι μιλάμε για τους αληθινούς Ρωμαίους, όχι για τα μεταλλαγμένα ιδεοληπτικά υποκατάστατα στη σκέψη των ρωμαιόπληκτων εκπροσώπων του καθ’ ημάς νεοφαναριωτισμού!).
[22] Κατά τον Sture Linnér, μολονότι οι Βυζαντινοί ένιωθαν υπερήφανοι ως κληρονόμοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, «είχαν πάντοτε συνείδηση του ελληνικού τους παρελθόντος». Επίσης: «Την ώρα που η πολιτική εξουσία κατέρρεε, οι Βυζαντινοί κρατιούνταν γερά από τη μεγάλη τους πολιτιστική περιουσία. Σε έναν κόσμο που θαύμαζε όλο και περισσότερο την αρχαία ελληνική παιδεία, εκείνοι διεκδικούσαν το δικαίωμα να είναι Έλληνες, άμεσοι κληρονόμοι των ποιητών και των φιλοσόφων, των ιστορικών και των επιστημόνων της Ελλάδας των περασμένων αιώνων», Bysantinsk Kulturhistoria (ελλ. μτφρ. Ζαννή Ψάλτη, Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού), Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα, 1999, σσ. 219-220.
[23] Φ. Κ. Βώρου, Δοκίμιο ανίχνευσης της διαμορφούμενης κατά το 18ο αιώνα εθνικής συνείδησης των Ελλήνων στο έργο του Ρήγα Φεραίου – Βελεστινλή (αναβίωση των όρων αυτοπροσδιορισμού των Ελλήνων – Γραικών), Εισήγηση σε συνέδριο για το έργο του Ρήγα Βελεστινλή με πρωτοβουλία του Δημητρίου Καραμπερόπουλου ως Προέδρου της Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης Φερών – Βελεστίνου – Ρήγα.
[24] Με αφετηρία μάλιστα τον 5ο με 6ο μ.Χ. αιώνα, οι Έλληνες θα χρησιμοποιήσουν επιπροσθέτως την ονομασία «Γραικοί», σε μια προσπάθεια να υπογραμμίσουν την ιστορική τους ιδιαιτερότητα και να αντιδιασταλούν από τους υπόλοιπους «Ρωμαίους» της αυτοκρατορίας. Ο ιστορικός Πρίσκος αφηγείται ότι ως μέλος μιας διπλωματικής αποστολής εκ μέρους του Θεοδοσίου του Β΄ είχε βρεθεί στην αυλή του Αττίλα, λίγο πριν από το 450. Εκεί συνάντησε κάποιον, ο οποίος έμοιαζε με Σκύθη ευγενή και ο οποίος τον χαιρέτησε στα ελληνικά. Ο Πρίσκος, από περιέργεια για τα ελληνικά του συνομιλητή του, ζήτησε από αυτόν λεπτομέρειες σχετικά με το ποιος είναι, οπότε γελώντας ο τελευταίος του δήλωσε «Γραικός μεν είναι το γένος, κατ’ εμπορίαν δε ες το Βιμινάκιον εληλυθέναι την προς τω Ίστρω Μυσών πόλιν» (Απόσπασμα 8, 458-479). Ωστόσο, το όνομα Γραικοί ήταν πανάρχαιο, όπως φαίνεται και από τη σχετική αναφορά του Αριστοτέλη: «αύτη δ’ εστίν (η Ελλάς η Αρχαία) η περί Δωδώνην και τον Αχελώον˙ ούτος γαρ πολλαχού το ρεύμα μεταβέβληκεν˙ ώκουν γαρ οι Σελλοί ενταύθα και οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί νυν δ’ ΄Ελληνες» (Μετεωρολογικά, 352 α 35 – b 3).
[25] «Η μεγαλυτέρα διαβολή την οποίαν ενήργησε (ο Χριστιανισμός) κατά του κλασσικού κόσμου ήτο η εμφάνισις αυτού ως ειδωλολατρικού. Λατρείαν των ειδώλων, δι’ ην κατηγορούν τα συναξάρια τους μη χριστιανούς συχνότατα, δεν εγνώρισαν οι Έλληνες», Νκολάου Τωμαδάκη, Εισαγωγή εις την Βυζαντινήν Φιλολογίαν , τόμος Α 2, Αθήναι, 1956, σελ. 24.
[26] Διον. Ζακυθηνού, όπ. παρ., σσ. 30-31
[27] Αξίζει να σημειωθεί ότι, παρά τη «ρωμαιοπληξία» του Κράτους και της Εκκλησίας, ο αποδιοπομπαίος όρος «Έλλην» εμφανίζεται προς το τέλος ως ισότιμος προς τον όρο «Ρωμαίος» και μάλιστα σε επίπεδο επίσημου Βυζαντίου, το οποίο, «την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενον», στέργει σε ένα συγκερασμό του Ρωμαϊκού και του Ελληνικού στοιχείου στη λέξη «Ρωμέλληνες»: ο ανώνυμος συντάκτης του Πανηγυρικού εις Μανουήλ και Ιωάννην Παλαιολόγους αναφέρεται σε «γένος έν το επισημότατόν τε και κάλλιστον, ους και ει τις Ρωμέλληνας είποι, καλώς αν είποι» (Σπ. Λάμπρου, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, , τόμ. Γ’, 1926, σελ. 152). Βέβαια, το στοιχείο στην πραγματικότητα ήταν πριν από αιώνες ήδη μόνο ένα, δηλαδή το ελληνικό. Το να ακουστεί, όμως, και να προβληθεί επισήμως ο όρος «Ρωμέλληνες» εκεί όπου, παλιότερα, είχαν προηγηθεί τα γνωστά κωμικοτραγικά επεισόδια με την πρεσβεία του Λιουτπράνδου σημαίνει ότι η πίεση τον πραγμάτων για την αποκατάσταση και τυπικά του Ελληνισμού ήταν τη φορά ετούτη πολύ ισχυρότερη από τις σκοπιμότητες και τις ιδεοληπτικές προσκολλήσεις στην καθεστωτική «ρωμαϊκότητα».
[28] Ιωάννη Ρωμανίδη, Φράγκοι, Ρωμαίοι, Φεουδαλισμός και Δόγμα, http://www.romanity.org/htm/rom.e.04.fragkoi_romaioi_feoudalismos_kai_dogma.01.htm  
[29] Δ. Ζακυθηνός, όπ. παρ., σελ. 31
[30] Πάρι Γουναρίδη, Γένος Ρωμαίων: Βυζαντινές και Νεοελληνικές Ερμηνείες, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα, 1996, σελ. 14.
[31] Βλ. Λιβανίου, Προς Θεοδόσιον τον Βασιλέα υπέρ των Ιερών (κυρίως 6 κ. εξ. όπου, μεταξύ άλλων, διεκτραγωδούνται οι επιδόσεις των «μελανειμονούντων»!), in Διον. Ζακυθηνού, Βυζαντινά Κείμενα, εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλου, Αθήναι, 1957, σσ. 1-14.
[32] Κατά τoν Jorga ο χριστιανισμός υπήρξε ο κυριότερος παράγοντας του εξελληνισμού της Αυτοκρατορίας, (in Κωνσταντίνου Αμάντου, όπ. παρ., σελ. 58, υποσημ.2)
[33] Κ. Κούμας, Ιστορίαι των Ανθρωπίνων Πράξεων, τόμος 12ος, Βιέννη, σελ. 535 (in Φ. Κ. Βώρου, όπ. παρ.).
[34] Δ. Καταρτζής, Τα Ευρισκόμενα, Επιμέλεια Κ. Θ. Δημαράς, Αθήναι, Ερμής 1970, σελ. 49.
[35] Κυριάκου Κατσιμάνη, Η ελληνική συνείδηση κατά τους βυζαντινούς χρόνους, «Αντίβαρο», 30/4/2011 και «Φιλολογική», τεύχος 115, Απρίλιος-Ιούνιος 2011, σσ. 3-5.
[36] Αλέξιος Γ. Κ. Σαββίδης & Βenjamin Ηendrickx, Εισαγωγή στη Βυζαντινή Ιστορία.
[37] Τα μετά τον Θεοφάνη, 190, 18-21.
[38] Αινειάδα, VI, 847-853.
[39] Όπ. παρ., σελ. 72.
[40] Le premier humanisme byzantin (ελλ. μτφρ. Μαρίας Νυσταζοπούλου–Πελεκίδου, Ο πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός), ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2007, σελ. 132.
[41] Ιn Πάρις Γουναρίδης, όπ. παρ., σελ. 33.
[42] Όπως έκανε ο Εφταλιώτης με την Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Αθήνα, 1901. Το όλο θέμα θα αποτελέσει αντικείμενο ειδικού άρθρου μου.
[43] Ιωάννης Κακριδής, Αρχαίοι Έλληνες και Έλληνες του Εικοσιένα, στον τόμο Φως Ελληνικό, Εστία, 1963.
[44] In Απόστ. Ε. Βακαλόπουλου, όπ. παρ., σελ. 45.
[45] Θουκ., II, 43,4.
[46] Πρβλ. Dοuglas Dakin, «αντί να δώσουμε ιδιαίτερο βάρος στη διαμάχη ανάμεσα στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη, πρέπει να δούμε το θέμα ξεκινώντας από τη βάση ότι υπήρχαν δύο μορφές "Ελληνισμού", ο εθνικός "Ελληνισμός" και ο εκκλησιαστικός "Ελληνισμός", και οι δύο με κοινές σε μεγάλο βαθμό, αν και κάπως ακαθόριστες επιδιώξεις», The Unification of Greece, 1770-1923 (ελλ. μτφρ. Α. Ξανθόπουλου, Η ενοποίηση της Ελλάδας, 1779-1923, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2009, σελ. 26).
[47] Ευαγγελική Προπαρασκευή, βιβλ. 8, κεφ. 14, παράγρ. 66, στ. 6-8).
[48] Γιώργου Σεφέρη, Ένας Έλληνας – Ο Μακρυγιάννης, από τις «Δοκιμές».


http://www.istorikathemata.com/2012/01/blog-post_07.html



Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

Η ψευδεπίγραφη "ρωμαϊκότητα" των Βυζαντινών (1)


Η διαχρονικότητα της Ελληνικής συνείδησης και η ψευδεπίγραφη "ρωμαϊκότητα" των Βυζαντινών

(Το βαρυσήμαντο αυτό άρθρο, μας το απέστειλε και το υπογράφει ο κ. Κυριάκος Κατσιμάνης Docteur d' Etat του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, Επίκουρος Καθηγητής Φιλοσοφιας του Πανεπιστημίου Αθηνών)

1. Η κυρίαρχη ελληνικότητα

Τον τελευταίο καιρό κυκλοφορούν, ιδιαίτερα μέσω του διαδικτύου, ιστορικού περιεχομένου μελέτες και επισημάνσεις με αντικείμενο το Βυζάντιο, από την ανάγνωσή των οποίων προκύπτει η ακόλουθη διαπίστωση: άλλος είναι ο φαινομενικός σκοπός των συντακτών τους και αλλού κατατείνουν συνειδητά και εμπρόθετα χωρίς όμως να το ομολογούν. Ενώ δηλαδή η προβαλλόμενη επιδίωξή τους είναι να αποδείξουν ότι ο όρος «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» είναι ιστορικώς αδόκιμος, το κύριο βάρος της επιχειρηματολογίας τους επικεντρώνεται υπόρρητα στη θεμελίωση των ακόλουθων θέσεών τους:
1. Οι υπήκοοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ως την πτώση της, τον 15ο αιώνα, ήταν ελληνόφωνοι Ρωμαίοι και τίποτα περισσότερο. Επομένως,
2. Η συνείδησή τους ήταν αποκλειστικά και μόνο ρωμαϊκή[1] .
Οι παραπάνω θέσεις –απόλυτα σεβαστές καθαυτές- εντάσσονται πιθανώς στις «παρενέργειες» του μεταμοντερνισμού και ενδεχομένως ευνοούνται από την υπερατλαντικής προέλευσης αντίθεση προς το εθνικό κράτος, καθώς και από την ταυτόχρονη προβολή του πολυεθνικού κρατικού «μοντέλου» made in USA. Οι θέσεις, λοιπόν, αυτές υιοθετούνται στη χώρα μας από τους εκπροσώπους του ιστοριογραφικού αναθεωρητισμού και παίρνουν κάποτε τη μορφή ενός ανιστόρητου ελληνομηδενισμού που θεμελιώνεται στις ακόλουθες δύο κυρίαρχες συνιστώσες:
1. Η δήθεν ελληνικότητα του Βυζαντίου πρέπει να απορριφθεί, άρα,
2. Η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού αποτελεί μύθο.
Δεν αγνοώ ότι οι παραπάνω ελληνομηδενιστικές τάσεις τροφοδοτούνται και διαιωνίζονται, εκτός των άλλων, και από την απογοήτευση που προκαλείται εξαιτίας της γενικευμένης και παρατεταμένης παρακμής –για να μην πω αποσύνθεσης-- της πατρίδας μας σε κοινωνικό, ηθικό, διοικητικό, κρατικό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Ωστόσο, ούτε η αποκαρδιωτική αυτή διαπίστωση ούτε η διαχρονική ανεπάρκεια της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας έχουν σχέση με το θέμα που συζητάμε εδώ. Μπορεί αυτά όλα να ευνοούν μια τάση απαξίωσης παντός του ελληνικού, τα αίτια, όμως, της κακοδαιμονίας δεν τα αντιμετωπίζουμε ακρωτηριάζοντας το εθνικό παρελθόν μας με τον αποκλεισμό από αυτό της Αρχαίας Ελλάδας ούτε αμφισβητώντας την ιστορική «νομιμότητα» της παραδοχής ότι ο ελληνισμός επιβιώνει ως τις μέρες μας.
Η ριζική διαφωνία μου με τις παραπάνω θέσεις έγκειται στην επιμονή των εκπροσώπων τους (ή, καλύτερα, στον ένθεο ζήλο και στο «ιερό» πάθος τους) να ταυτίσουν στην προκειμένη περίπτωση την έννοια της μεταβολής με την έννοια της οριστικής ρήξης, με σκοπό να αποδείξουν πως η ιστορική συνέχεια του ελληνικού έθνους δεν είναι παρά ένας μύθος και ένα ιδεολόγημα. [2] . Κατά τη γνώμη μου, η διαδρομή του ιστορικού χρόνου συνεπάγεται μεταβολές αλλά όχι πάντοτε και υποχρεωτικά ριζικές τομές. Ειδικότερα, πιστεύω πως η κάθε αλλαγή στην Ελληνική Ιστορία -και αυτό ισχύει και για τη Βυζαντινή περίοδο- εμπεριέχει και ενσωματώνει το παλιό συνθέτοντάς το με το καινούργιο σε μια σειρά διαδοχικών πραγματοποιήσεων, στις οποίες οι έννοιες της μεταβολής και της συνακόλουθης διαφοράς δεν είναι ασυμβίβαστες με την έννοια της συνέχειας. Χωρίς αμφιβολία, το ιστορικό γεγονός του εκχριστιανισμού των Βυζαντινών Ελλήνων, καθώς και η προβληματική συμβίωση του ελληνικού με το χριστιανικό στοιχείο δεν είναι δυνατόν να παραθεωρηθούν. Πιστεύω, όμως, πως η εξέλιξη του ελληνισμού από την αρχαιότητα ως τους τελευταίους Βυζαντινούς αιώνες και από εκεί και πέρα ως το 19. αιώνα ήταν αδιάσπαστη και, άρα, το να μιλάμε για διαφορετικές φάσεις του ίδιου λαού, όπως έδειξε πολύ εύστοχα ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος[3] , αποτελεί τεκμηριωμένη επιστημονική αλήθεια. Ειδικότερα, τους ισχυρισμούς, σύμφωνα με τους οποίους η ελληνική συνείδηση κατά τους Βυζαντινούς χρόνους ήταν ανύπαρκτη και, επομένως, η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού είχε διακοπεί, τους θεωρώ επιστημονικώς αθεμελίωτους και ανυπόστατους για τους ακόλουθους λόγους:
1. Στην Ανατολική Αυτοκρατορία το κρατικά κυρίαρχο ρωμαϊκό στοιχείο βρισκόταν σε μεγάλη μειοψηφία, ενώ το στοιχείο που δημογραφικά/εθνολογικά υπερτερούσε κατά πολύ σε σύγκριση με αυτό ήταν το ελληνικό. Όσο για τις ζώνες πολιτιστικής επιρροής, μόνο βορείως της ιδεατής «Γραμμής Jirecek» (από το όνομα του Τσέχου ιστορικού Konstantin Jirecek), η οποία εκτείνεται από την πόλη Laçi της σημερινής Αλβανίας και περνώντας από τη Σόφια καταλήγει στον Εύξεινο Πόντο, έχουμε έντονη ρωμαϊκή παρουσία. Αντίθετα, νοτίως της γραμμής αυτής ο ελληνισμός επικρατεί από τον 4. κιόλας αιώνα. Ό,τι «ρωμαϊκό» είχε απομείνει στο Βυζάντιο ήταν η κρατική συγκρότηση, η οποία, όμως, όφειλε πολλά στα ελληνικά δάνεια, καθώς οι Ρωμαίοι Καίσαρες είχαν υποστεί μεγάλη επίδραση από τις ελληνιστικές μοναρχίες, στη βάση των οποίων υπήρχαν θεσμοί ελληνικοί[4] . Πέρα τούτου, η ρωμαϊκή παράδοση είχε αρχίσει από τον 7. κιόλας αιώνα να καταρρέει (εξαιτίας της de facto «εθνολογικής κάθαρσης» λόγω των αραβικών κατακτήσεων και, γενικότερα, του σταδιακού περιορισμού της Αυτοκρατορίας σε προαιώνια ελληνικά εδάφη) και να παραχωρεί πλέον τη θέση της στον Ελληνισμό και στην Εκκλησία, που θα συσπειρώσουν και θα ανασυγκροτήσουν όσα στοιχεία της Αυτοκρατορίας είχαν απομείνει[5] . Γράφει χαρακτηριστικά ο H. G. Wells: «Περί του Ανατολικού ή Βυζαντινού αυτού κράτους ομιλούν γενικώς ως εάν επρόκειτο περί συνεχίσεως της ρωμαϊκής παραδόσεως, ενώ εις την πραγματικότητα αυτό ήτο ανανέωσις της παραδόσεως του Αλεξάνδρου[6] . (…) Το Ανατολικόν κράτος, αφότου εχωρίσθη από το Δυτικόν, ωμιλούσε την ελληνικήν γλώσσαν, αποτελούσε δε συνέχειαν, αν και όχι εντελώς αγνήν, της ελληνικής παραδόσεως (…). Tο κράτος αυτό ήτο ελληνικόν και όχι λατινικόν. Oι Ρωμαίοι είχον έλθει και είχον φύγει πάλιν»[7] 2. Εξάλλου, η επίσημη γλώσσα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας ήταν από τον 7. κιόλας αιώνα η ελληνική, ενώ η κυριαρχία της είχε αναγνωριστεί έναν αιώνα νωρίτερα, όταν ο Ιουστινιανός, στο προοίμιο μιας «Νεαράς», ομολογούσε με βαριά καρδιά ότι η ελληνική προτιμήθηκε έναντι της λατινικής ως περισσότερο κατανοητή από τους υπηκόους (534 μ.Χ.)[8] . Τοποθετημένη ανάμεσα στην Ασία και την Ευρώπη, η Κωνσταντινούπολη ενσωματώνει και αφομοιώνει ετερόκλιτους τυχοδιώκτες από Δύση και Ανατολή, για να τους μεταμορφώσει μέσα σε λίγο χρόνο σε Έλληνες και να τους κάνει να εγκαταλείψουν τα βάρβαρα ιδιώματα τους, γράφει ο Α. Rambaud, ώστε να μιλήσουν την καλλιεργημένη και εξελιγμένη γλώσσα της Βασιλεύουσας[9] .
Η επικράτηση της ελληνικής δεν είναι απλή λεπτομέρεια, όπως επιμένουν να την παρουσιάζουν ορισμένοι… «Τα όρια της γλώσσας μου σημαίνουν τα όρια του κόσμου μου», σύμφωνα με τον Wittgenstein[10]. Με άλλα λόγια, η γλώσσα πλαισιοθετεί/οριοθετεί τον κόσμο του ομιλούντος, με την έννοια ότι η ιδιαιτερότητα, η λειτουργία και οι δυνατότητές της είναι ακριβώς τα μέσα και τα «σχήματα», χάρη στα οποία ο ομιλών, ως έλλογο ον, αντιλαμβάνεται, «ιδρύει», κατανοεί, μορφοποιεί και σημασιοδοτεί τον κόσμο που τον περιβάλλει. Αυτό κατά μείζονα λόγο ισχύει για την ελληνική, που υπήρξε ανέκαθεν το όργανο διαμόρφωσης, αφομοίωσης, διατήρησης και διάδοσης «της παιδεύσεως της ημετέρας», σύμφωνα με την έκφραση του Ισοκράτη[11], δηλαδή μιας τεράστιας πνευματικής παράδοσης και μιας υπέρτερης πολιτιστικής πρότασης, που δεν είχαν μόνο κατακτήσει τους Βυζαντινούς, αλλά και ασκούσαν ακατανίκητη έλξη στους λαούς και εκτός των συνόρων της Αυτοκρατορίας. Όσο για τη λατινική, αυτή μετά τους πρώτους αιώνες είχε τελείως εξαφανιστεί και το μόνο που της είχε απομείνει ήταν κάποιες στερεότυπες φράσεις, γραμμένες με ελληνικούς χαρακτήρες και ακατάληπτες από τους πάντας, αλλά εκφωνούμενες κατά την άφιξη των επισήμων στην εκκλησία για λόγους παράδοσης. Για παράδειγμα, «Κρίστους. Δέους. Νοστερ. κουμ. σερβετ. ιμπεριουμ. βεστρουμ. περ. μουλτοσαννος. ετ. βόνος» (=Christus Deus noster conservet imperium vestrum per multos annos et bonos) (Περί Βασιλείου Τάξεως, 10ος αιώνας μ.Χ.).[12] - Όσο αυτό το λατινο-greeklish είναι «ζωντανά» λατινικά, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς με αρκετή, βέβαια, δόση υπερβολής, άλλο τόσο ο όρος «Ρωμαίοι» αποδίδει αυθεντικά τους Βυζαντινούς Έλληνες!
3. Και το πιο σημαντικό: όπως γράφει ο Διον Ζακυθηνός, «Τα ονόματα του Αριστοτέλους, του Πλάτωνος και του Ευκλείδου ήσαν γνώριμα εις ευρυτάτας μάζας του πληθυσμού του (Βυζαντίου ), η παιδεία του ήτο αποκλειστικώς ελληνική, όλαι δε αι πνευματικαί του εκδηλώσεις, ταπειναί ή γενναιότεραι, υπεβλήθησαν μονομερώς είς την πειθαρχίαν των Ελλήνων»[13]. Κατά τους Ν. H. Baynes-H.St.L.B. Moss «Η παιδεία του ελληνιστικού κόσμου που αναπτύχθηκε στα βασίλεια των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου συνεχίζεται και επηρεάζει βαθιά τα επιτεύγματα του Βυζαντίου. Γιατί οι Βυζαντινοί είναι χριστιανοί Αλεξανδρινοί. Στην τέχνη ακολουθούν τα ελληνιστικά πρότυπα˙ κληρονομούν τη ρητορική παράδοση, την φιλομάθεια, το θαυμασμό για το μεγάλο αιώνα της κλασσικής Ελλάδος, χαρακτηριστικά που διέκριναν τους μελετητές της εποχής του βασιλείου των Πτολεμαίων»[14].
Με αυτά τα δεδομένα, μόνο τυχαίες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν οι τάσεις «μιας γενικευμένης ‘επιστροφής’ στους αρχαίους Έλληνες και την κλασική παιδεία, που ξεκινούν ήδη από την εποχή του Φωτίου και του Αρέθα και συστηματοποιούνται μετά τη δημιουργία του Πανεπιστημίου από τον Κωνσταντίνο Θ΄ τον Μονομάχο, το 1054, και την επίδραση του Μιχαήλ Ψελλού και του Ιωάννη Ιταλού κατά τον 11ο αιώνα. Μετα τον 13ο αιώνα, αναπτύσσεται η μεγάλη ‘Παλαιολόγεια Αναγέννηση’ στα γράμματα και τις τέχνες, ιδιαίτερα στη ζωγραφική και τη μουσική, που συνιστούν μια κατ’ εξοχήν ελληνική πνευματική Αναγέννηση, η οποία προηγείται και τροφοδοτεί την ιταλική, και η οποία θα ανακοπεί βίαια μετά τον 15ο αιώνα»[15]. 
Στα παραπάνω δεδομένα θα μπορούσε να προστεθεί η μαρτυρία του Δημητρίου Κυδώνη και του Νικόλαου Καβάσιλα, σύμφωνα με την οποία η Θεσσαλονίκη, στις αρχές του 14ο αιώνα, φιλοδοξούσε να μιμηθεί την Αρχαία Αθήνα και αναδεικνυόταν κέντρο ελληνικών σπουδών, οι οποίες κατακτούσαν ευρύτατα στρώματα του λαού[16] .
Με την ευκαιρία, δυσκολεύομαι να κατανοήσω την αβασάνιστη απόρριψη των αναρίθμητων αναφορών στον ελληνικό χαρακτήρα του Βυζαντίου, στην οποία προβαίνουν οι ρωμαιολάτρες και οι λοιποί ελληνομηδενιστές, με την αιτιολογία ότι αυτές εντοπίζονται τάχα σε λόγια κείμενα. Οι λόγιοι, όμως, δε ζουν και δε δραστηριοποιούντα ερήμην του λαού. Ανήκουν σε αυτόν, προέρχονται από αυτόν και επηρεάζονται από αυτόν. Και επειδή οι διανοητικές «κεραίες» τους είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες και η παιδεία τους ευρύτερη και πιο βαθιά, επιστρέφουν στο λαό και, όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις, γίνονται δικαιωματικά οι πνευματικοί ηγέτες του και καθοδηγητές του. Έχοντας αποκτήσει μάλιστα, χάρη στις ενοράσεις και την ακονισμένη κρίση τους, οξεία συνείδηση καταστάσεων, τολμούν κάποτε, αψηφώντας τους κινδύνους, να βροντοφωνάξουν τα πράγματα με το αληθινό τους όνομα. Όπως έκανε ο Ψελλός, όταν απάντησε στις επικρίσεις του παλιού φίλου του Ιωάννη Ξιφιλίνου, που καταμαρτυρούσε στον Ψελλό υπερβολική προσήλωση στον Πλάτωνα και ανεπίτρεπτη ελευθερία σκέψης. Στην απάντησή του, λοιπόν, αυτή, στην οποία υπολανθάνει ένα δύσκολα συγκαλυπτόμενο πνεύμα εξέγερσης, ο Ψελλός  θα διαδηλώσει την προσήλωσή του στον Αθηναίο φιλόσοφο («Εμός ο Πλάτων, αγιώτατε και σοφώτατε, εμός, ω γη και ήλιε»)[17] και θα υπεραμυνθεί της λογικής σκέψης ως  πολύτιμου οργάνου για την αναζήτηση και εύρεση της αλήθειας («το γαρ συλλογίζεσθαι, αδελφέ, ούτε δόγμα εστί της Εκκλησίας αλλότριον ούτε θέσις τις των κατά φιλοσοφίαν παράδοξος, αλλ' ή μόνον όργανον αληθείας και ζητουμένου πράγματος εύρεσις»)[18] . Είναι κάτι σαν ένα πρώιμο μανιφέστο ελληνικότητας, που σε μια περισσότερο απερίφραστη μορφή του θα το βρούμε στο «Εσμέν γαρ ουν (…) Έλληνες το γένος, ως ή τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί»[19] του Γεώργιου Γεμιστού Πλήθωνα, μερικούς αιώνες αργότερα.


Είναι επιεικώς κουτοπόνηρο να θεωρούμε τη δυσφήμηση, το διασυρμό και ουσιαστικά την απαγόρευση του όρου «Έλληνας» στο Βυζάντιο κάτι το φυσιολογικό και το αποδεκτό και την ίδια στιγμή να «βυζαντινολογούμε» για το αν και κατά πόσο ο όρος «Έλληνας» ήταν σε χρήση στους βυζαντινούς ή τους μεταβυζαντινούς χρόνους, καθώς και για το αν ο όρος αυτός είχε στη γλώσσα του λαού εθνολογική υποδήλωση ή παρέπεμπε απλώς σε όντα με υπερφυσικές δυνάμεις και εξαιρετική γενναιότητα. Και είναι τουλάχιστον υποκριτικό να αντιπαρερχόμαστε τη «συνειδησιακή εθνοκάθαρση», στην οποία είχε υποβληθεί ο ελληνισμός επί σειρά αιώνων προκειμένου να ενστερνιστεί την καθεστωτική «ρωμαϊκότητα», και την ίδια στιγμή όχι μόνο να υπεραμυνόμαστε αυτής της «ρωμαϊκότητας» θεωρώντας την κάτι το λογικό, το αυτονόητο και το ιστορικά «καθαγιασμένο», όχι μόνο να αποσιωπούμε το ότι η εν λόγω ρωμαϊκότητα συγκάλυπτε απλώς την πανταχού παρούσα βυζαντινή ελληνικότητα, αλλά και με ένα μορφασμό βαθιάς περιφρόνησης να απορρίπτουμε ως «λόγιες» τις πάμπολλες μαρτυρίες, όπου διατρανώνεται η παρουσία και η συνέχεια της ελληνικής εθνικής συνείδησης. Λες και είναι πρωτόγνωρο να φωτίζεται ένας λαός από τους πνευματικούς ηγέτες του, οι οποίοι οραματίζονται και επισπεύδουν τις εξελίξεις μόνο όταν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για την ανατολή των καινούργιων ιδεών. Λες και οι εθνικές συνειδήσεις προκύπτουν δια παρθενογενέσεως και δεν απορρέουν από το υπόγειο ρεύμα πεποιθήσεων, παραδοχών, αξιών, ηθών και εθίμων, το οποίο παρακολουθεί ένα λαό στις διαδοχικές φάσεις της ιστορικής διαδρομής του!

2. «Ένα πουκάμισο αδειανό»


Αν, λοιπόν, μετά τους πρώτους αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το ελληνικό στοιχείο εθνολογικά υπερτερούσε κατά πολύ, ενώ το ρωμαϊκό ήταν από ανύπαρκτο έως αμελητέο, αν η γλώσσα και η παιδεία αυτών των «χριστιανών Αλεξανδρινών» του Βυζαντίου ήταν, όπως είπαμε, αμιγώς ελληνικές, αν τα ήθη και τα έθιμά τους ήταν επίσης ακραιφνώς ελληνικά, αν ο πολιτισμός που τους διαπερνούσε είχε ως σταθερή βάση αναφοράς του την κλασική Ελλάδα και, επιπλέον: αν οι άνθρωποι αυτοί στην πολύ μεγάλη αν όχι και τη συντριπτική πλειονότητά τους (από την οποία πρέπει να εξαιρέσουμε ασφαλώς τους αυλικούς αγορητές και τους καθεστωτικούς «υμνωδούς»[20] ) δεν ήξεραν ούτε μια λέξη λατινική, δεν είχαν διαβάσει ποτέ τους ούτε ένα στίχο από Λατίνο συγγραφέα και --πιθανότατα-- δεν είχαν ακούσει το παραμικρό για Καρχηδονιακούς Πολέμους ή για κοινωνικούς αγώνες στη Ρώμη, τότε ποια ήταν επί τέλους εκείνα τα γνωρίσματα που τους έκαναν να αυτοπροσδιορίζονται «Ρωμαίοι»; Η ζωηρή ή η θολή ανάμνηση της μεταφοράς της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στην παλαιά αποικία των Μεγαρέων Βυζάντιο (τη «Νέα Ρώμη») εκ μέρους του Μ. Κωνσταντίνου, το 330 μ.Χ., θα μπορούσε άραγε να αποτελέσει «αποχρώσα αιτία» ικανή να δημιουργήσει τη συνείδηση «ρωμαϊκότητας»;[21]
Πριν δοθεί απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, επιβάλλονται κάποιες διευκρινίσεις: ουδείς ασφαλώς θα διενοείτο να αμφισβητήσει το αυτονόητο και το πανθομολογούμενο, ότι δηλαδή η χριστιανική ρωμαϊκή ιδέα είχε κατακτήσει ευρύτατα πλήθη αποτελώντας ένα είδος κυρίαρχης ιδεολογίας, με αποτέλεσμα οι Βυζαντινοί Έλληνες να αυτοπροσδιορίζονται «Ρωμαίοι». Στη συνείδηση των υπηκόων/πιστών της Αυτοκρατορίας η ιδέα αυτή αποτελούσε μια μεγαλειώδη σύνθεση της ρωμαϊκής πολιτικο-στρατιωτικής οικουμενικότητας και της πανανθρώπινης εξ Αποκαλύψεως αλήθειας σχετικά με τον αληθινό Θεό – μια σύνθεση προορισμένη να παγιώσει την ειρήνη μεταξύ των εθνών και να οδηγήσει τους ανθρώπους στην ηθική αναγέννησή τους. Ωστόσο, εκείνο που υποστηρίζεται εδώ είναι το εξής: με αφετηρία την παραπάνω παραδοχή, δε «νομιμοποιείται» κανείς ιστορικά να συναγάγει ότι η ελληνική συνείδηση κατά τους Βυζαντινούς χρόνους ήταν ανύπαρκτη και ότι η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού είχε διασπαστεί. Το αντίθετο μάλιστα. Η ρωμαϊκότητα των Βυζαντινών μπορεί να ανταποκρινόταν αρχικά στα ιστορικά δεδομένα της εποχής και στη συνέχεια να διατηρήθηκε ακόμη και μετά την Άλωση, ωστόσο, μετά τους πρώτους αιώνες της Αυτοκρατορίας, είχε καταντήσει ένας απλός τύπος, ένας λόγος κενός. Οπότε «Ρωμαίος», στην πραγματικότητα, σήμαινε «Έλληνας»[22] .
Ας επιμείνουμε λίγο περισσότερο στο θέμα: ο προσδιορισμός των Ελλήνων ως «Ρωμαίων» τι ακριβώς θα μπορούσε να σημαίνει; Κατά τη γνώμη μου, ένα από τα τρία: είτε ότι οι Έλληνες ως έθνος ταυτίζονταν με τους Ρωμαίους είτε ότι ο όρος «Ρωμαίοι» δήλωνε απλώς υπηκοότητα και όχι εθνικότητα είτε, τέλος, ότι ο όρος «Ρωμαίοι» εχρησιμοποιείτο απλώς αντί του όρου «Έλληνες». Αν ίσχυε το πρώτο, τότε έχουμε παραβίαση της λογικής αρχής της ταυτότητας, σύμφωνα με την οποία κάθε έννοια ισούται με τον εαυτό της ή με το σύνολο των γνωρισμάτων της. Να σημειωθεί πως οι Έλληνες είχαν «ενιαία ιστορική παράδοση» και «συνολική πολιτισμική συνείδηση» όταν υποτάχτηκαν στους Ρωμαίους[23] και ότι οι Ρωμαίοι έδωσαν, βέβαια, το 212 μ.Χ. στους Έλληνες τη ρωμαϊκή υπηκοότητα και την προσωνυμία «Ρωμαίοι» για λόγους φορολογικούς και στρατολογικούς, σεβάστηκαν, όμως, την ελληνική τους συνείδηση που ήταν αλληλένδετη με το εθνικό τους όνομα και δεν επιχείρησαν να την αλλοιώσουν.
Άλλωστε, η άρση των διωγμών κατά χριστιανών και, πολύ περισσότερο, η αρνητική νοηματική φόρτιση των λέξεων «Έλλην» / «ελληνισμός» λόγω της ταύτισής τους με την ειδωλολατρία θα συντελεσθούν αργότερα. Αν, πάλι, ίσχυε το δεύτερο, δηλαδή αν ο όρος «Ρωμαίοι» δήλωνε υπηκοότητα και όχι εθνικότητα και, άρα, οι Έλληνες δεν ταυτίζονταν ως έθνος με τους Ρωμαίους, τότε αναπόφευκτα οδηγούμαστε στην τρίτη και επικρατέστερη εκδοχή: από κάποια χρονική περίοδο και μετά, λόγω του ουσιαστικού εξελληνισμού της Αυτοκρατορίας, ο ήδη καθιερωμένος όρος «Ρωμαίοι» χρησιμοποιήθηκε στην πραγματικότητα ως ένας εύσχημος τρόπος για να πει κανείς «Έλληνες» χωρίς όμως να προφέρει την κακόσημη λέξη. Οπότε η «ρωμαϊκότητα» των Ελλήνων, ανεξαρτήτως των συνθηκών της προέλευσής της, κατέληξε να είναι στ’ αλήθεια μια ιδιότητα ψευδεπίγραφη. Όχι γιατί έλειπαν οι τυπικοί όροι της γνησιότητας (αυτοί υπήρχαν και με το παραπάνω), αλλά γιατί, λόγω της ριζικής αλλαγής των δεδομένων και συγκεκριμένα της de facto μετατροπής του κράτους σε ελληνικό μετά τους πρώτους αιώνες, οι ουσιαστικοί όροι της γνησιότητας ήταν πλέον ανύπαρκτοι.

Επομένως, αν, παρ’ όλα αυτά, οι Βυζαντινοί επέμεναν να αυτοπροσδιορίζονται «Ρωμαίοι, πρέπει να θεωρήσουμε την επιμονή αυτή ως το προϊόν της συστηματικής καθοδήγησης και «κατήχησης» -αν όχι και της «πλύσης εγκεφάλου»- στις οποίες το Κράτος και η Εκκλησία είχαν υποβάλει επί αιώνες τους υπηκόους/πιστούς για κάποιους από τους παρακάτω λόγους ή και για όλους μαζί:
1. Απέχθεια προς τον αρνητικά φορτισμένο όρο «Έλληνας». Σημειωτέον ότι το φόβητρο της «ειδωλολατρίας» δεν έπαψε ποτέ να κατατρύχει τους εκπροσώπους της Εκκλησίας. Ακόμη και τον 18ο αιώνα θα βρούμε μια εξέχουσα φυσιογνωμία σαν τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό να διδάσκει τον απλό λαό: «Δεν είσθενε Έλληνες, δεν είσθενε ασεβείς, αιρετικοί, άθεοι, αλλ’ είσθενε ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί». Αυτό που συνέβη στο Βυζάντιο και που το χαρακτηρίσαμε παραπάνω «συνειδησιακή εθνοκάθαρση» του ελληνισμού είναι στ’ αλήθεια κάτι το πρωτοφανές. Οι Βυζαντινοί (και ήδη χριστιανοί) Έλληνες να είναι από κάθε άποψη Έλληνες, αλλά να υποχρεώνονται να αυτοπροσδιορίζονται «Ρωμαίοι», επειδή το αληθινό τους όνομα είχε διασυρθεί σημασιολογικά, με αποτέλεσμα να δηλώνει το μη χριστιανό και συγκεκριμένα τον «ειδωλολάτρη»[24] . Για την ιστορία μάλιστα προσθέτω ότι στην Αρχαία Ελλάδα ποτέ δε λατρεύτηκαν είδωλα. Οι Έλληνες υπήρξαν ασφαλώς παγανιστές πριν εκχριστιανισθούν, δεν υπήρξαν, όμως, ποτέ ειδωλολάτρες[25] – τουλάχιστον περισσότερο ειδωλολάτρες από τους εικονολάτρες χριστιανούς και κατά τα άλλα, βέβαια, διώκτες των «ειδώλων» !...
2. Εξυπηρέτηση εξωτερικών σχέσεων και διπλωματικών σκοπιμοτήτων στο πλαίσιο της οικονομικοπολιτικής διαμάχης με το λατινικό στοιχείο και, παράλληλα, σκληρές αντιπαραθέσεις με τον παπισμό με αφετηρία τη δογματική διελκυστίνδα και τα υποκρυπτόμενα σ’ αυτήν κρατικά συμφέροντα. -- Πραγματικά, πίσω από την εμμονή στη «ρωμαϊκότητα» υπήρχαν θρησκευτικές σκοπιμότητες και κρατικά συμφέροντα που διαπλέκονταν μεταξύ τους και υποστηρίζονταν αμοιβαία. Σημείο, μάλιστα, σύγκλισής τους ήταν ο αδιάλλακτος αποκλεισμός του ονόματος «Έλλην» ως όρου που θα μπορούσε να υποκαταστήσει τον όρο «Ρωμαίος». Ο επίσκοπος Κρεμώνας Λιουτπράνδος διηγείται ότι κατά την πρεσβεία του προς τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά (963-969) του είχε μεταφέρει μια επιστολή του πάπα, στην οποία ο Νικηφόρος ονομαζόταν «Αυτοκράτωρ των Ελλήνων» και ο Όθων ο Α’ «Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων». Το αποτέλεσμα ήταν να προκληθεί στο Βυζάντιο κάτι σαν νευρική κρίση. Οι «Γραικοί», γράφει ο Λιουτπράνδος, καταριόνταν τη θάλασσα, που, αντί να βυθίσει το πλοίο του πάπα, το άφησε να φτάσει σώο στην Κωνσταντινούπολη και να μεταφέρει τόση ανοσιότητα![26]. Πανικός, λοιπόν, στο Κράτος και στην Εκκλησία, επειδή, μεταξύ άλλων, οι Έλληνες ονομάστηκαν με το αληθινό τους όνομα και όχι «Ρωμαίοι» από τον πάπα, ο οποίος, ακόμη και αν εξυπηρετούσε σκοπιμότητες (και πιθανότατα εξυπηρετούσε), στήριξε αυτή την ονομασία σε ακλόνητη ιστορική βάση[27]. Σε επίσης ακλόνητη ιστορική βάση στηριζόταν και το περιεχόμενο της επιστολής του Αυτοκράτορα Λουδοβίκου του Β΄ στον Αυτοκράτορα Βασίλειο τον Α΄, έναν αιώνα νωρίτερα (το 871 μ.Χ.). Εκεί τονιζόταν ότι πραγματικός Ρωμαίος Αυτοκράτορας είναι όποιος κατέχει την παλαιά Ρώμη. Και ότι οι Έλληνες δεν είχαν το δικαίωμα να εμφανίζονται ως αυτοκράτορες της Ρώμης όχι μόνο γιατί ήταν κακόδοξοι, αλλά και γιατί: α) Εγκατέλειψαν την παλαιά Ρώμη. β) Αντικατέστησαν τη λατινική γλώσσα με κάποια άλλη (την ελληνική.). Και γ) Απεμπόλησαν τη ρωμαϊκή εθνικότητα και απέκτησαν μια εθνικότητα τελείως διαφορετική (την ελληνική)[28].
3. Ανάγκη διατήρησης και διεύρυνσης της ορθόδοξης χριστιανικής επιρροής μέσα από την προβολή μιας «ξεθυμασμένης», έστω, ρωμαϊκής οικουμενικότητας. Και, αντιστρόφως, αγώνας για διάσωση και ενίσχυση της ρωμαϊκής οικουμενικότητας με τη βοήθεια της χριστιανικής πίστης και της πνευματικής ακτινοβολίας της Εκκλησίας.-- Για τους Βυζαντινούς Έλληνες η αποκλειστική και καθολικώς αναγνωριζόμενη επίγεια βασιλεία είναι η εκχριστιανισθείσα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία –- γι’ αυτό και ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης, σε επιστολή του προς τον ηγεμόνα της Ρωσίας, το 1393, θα τονίσει το εξής: οποιοσδήποτε άλλος χριστιανός ηγεμόνας εκτός από το Βυζαντινό αυτοκράτορα αποδίδει στον εαυτό του την ιδιότητα του βασιλέα, ουσιαστικά προβαίνει σε ενέργεια βίαιη, παράνομη και αντίθετη προς τη φυσική τάξη των πραγμάτων[29]. Σε τελευταία ανάλυση, η περιφρούρηση της ρωμαϊκής οικουμενικότητας αποτέλεσε υπέρτατη κρατική προτεραιότητα, αφού μέσω αυτής είχαν επί αιώνες αναχαιτιστεί και τεθεί υπό έλεγχο κεντρόφυγες και διασπαστικές τάσεις στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας λόγω ιδεολογικών, εθνικών και θρησκευτικών αντιθέσεων. «Το γένος των Ρωμαίων ήταν μια αναλυτική κατηγορία που έχανε τη λειτουργικότητά της. Έμοιαζε με ψεύτικη ταυτότητα, ήταν μια δυσεξήγητη ονομασία. (…) Η πολιτική σκοπιμότητα της ψεύτικης καταγωγής μπορούσε να προκαλέσει σύγχυση, όμως η προσωνυμία Ρωμαίοι διατηρήθηκε όσο και το Βυζαντινό Κράτος, χάρη στην ιδεολογία της οικουμένης»[30].
4. Αυτόβουλη και ολόψυχη ταύτιση του χριστιανισμού με την ανάμνηση του ρωμαϊκού imperium, χάρη στο οποίο η Εκκλησία, από θύμα διωγμών που ήταν αρχικά, είχε τελικά μετατραπεί σε διώκτη... -- Μακρύς και θλιβερός είναι ο κατάλογος των διωγμών που ασκήθηκαν από τη συντονισμένη δράση της Εκκλησίας και του κράτους εναντίον των υπολειμμάτων της αρχαίας θρησκείας. Από την εποχή του Θεοδοσιανού Κώδικα, τον 4. αιώνα, ως και τον 6. αιώνα τα στίφη των φανατισμένων πιστών, με την ανοχή ή και την ενθάρρυνση των μηχανισμών της εξουσίας, θα προβούν σε καταστροφές μνημείων και έργων τέχνης, ακόμη και σε θανατώσεις αντιφρονούντων[31] , ενώ το ελληνικό πνεύμα, ανεξαρτήτως ή και σε πείσμα των τιμών που απολάμβανε στο χώρο της παιδείας --και παρά τη συμβολή του χριστιανισμού στον εξελληνισμό της αυτοκρατορίας[32] -- θα αποτελέσει θύμα των παλινωδιών της εκκλησιαστικής αδιαλλαξίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα «αναθέματα» κατά της Ελληνικής Φιλοσοφίας που διαβάζονταν παλαιότερα την Κυριακή της Ορθοδοξίας και περιέχονται στο «Συνοδικό» της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (787 μ.Χ.). Ενδεικτικά παραθέτω ένα από αυτά: «Τοις τα Ελληνικά διεξιούσι μαθήματα, και μη δια παίδευσιν μόνον ταύτα παιδευομένοις, αλλά και ταις δόξαις αυτών ταις ματαίαις επομένοις, και ως αληθέσι πιστεύουσι (…) Ανάθεμα». Και, τέλος,
5. Αδιάλλακτη προσκόλληση, λόγω κεκτημένης ταχύτητας και παράδοσης, σε ένα κενό περιεχομένου ρωμαϊκό γόητρο, στενά συνδεδεμένο με το στοιχείο της μεγαλομανίας και της ματαιοδοξίας, που είχαν αμετακίνητα εδραιωθεί στον εσώτατο ψυχισμό του διοικητικού και τού εκκλησιαστικού κατεστημένου. -- Εύγλωττα είναι όσα παρατηρούσε ο Κ. Κούμας για τους κληρονόμους και τους διαπρύσιους ζηλωτές της αντίληψης αυτής Φαναριώτες: «Ονομάσαντες εαυτούς περίβλεπτον γένος των Ρωμαίων (βλασφημίαν ήκουαν, αν τους ονόμαζέ τις Γραικούς ή Έλληνας) δεν ήθελαν να έχουν κοινωνίαν με τους αναξίους της συγγενείας των πραγματευτάς ή τεχνίτας»[33] . Γι’ αυτό και ο Φαναριώτης Καταρτζής θα διεξαγάγει αγώνα εναντίον του ονόματος «Έλλην», χαρακτηρίζοντας τη ροπή προς την «ελληνική παιδεία και γλώσσα που μερικοί σπουδαίοι μας ακολουθούν, ώστε που το’ χουν τιμή τους να επιγράφουνται κ’ Έλληνες, (…) ανάξιο πράγμα σ’ έναν Ρωμηό χριστιανό»[34]. Επομένως, η δήθεν ρωμαϊκή συνείδηση ήταν στην πραγματικότητα μια συνείδηση ελληνική με ρωμαϊκό όνομα - μια ελληνική συνείδηση που σιγόκαιγε και που, όταν το επέτρεψαν οι συνθήκες, έλαμψε με εκθαμβωτικό φως[35]. Το «Γένος Ρωμαίων» ήταν ένα γένος χωρίς Ρωμαίους, το οποίο είχε συγκροτηθεί… από Έλληνες! Ας το επαναλάβουμε: ο όρος «Ρωμαίος» μόνο κατά τους πρώτους αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είχε ουσιαστικό νοηματικό περιεχόμενο. Αντίθετα, από κάποια χρονική περίοδο και μετά ο αυτοπροσδιορισμός ενός Βυζαντινού ως «Ρωμαίου» ήταν ένας τρόπος για να δηλώσει όχι τι είναι αλλά τι ΔΕΝ είναι, δεδομένου ότι η λέξη αυτή παρέπεμπε νοηματικά στη λέξη «Έλληνας» και ήταν ταυτόσημη με αυτήν. Τα γνωρίσματα της έννοιας του «Ρωμαίου» ήταν δάνεια που προέρχονταν από την ανάλυση της έννοιας του «Έλληνα» και αυτήν ακριβώς την έννοια του Έλληνα προσδιόριζαν κατά τρόπο καίριο και ολοσχερή. Σε τελευταία ανάλυση, δε θα ήταν υπερβολικό να υποστηριχτεί πως η «ρωμαϊκότητα» των Βυζαντινών ήταν απλώς μια ιδιότητα ψευδεπίγραφη, «ένα πουκάμισο αδειανό».- «Ο όρος Ρωμαίος (...) δεν σημαίνει ότι οι Βυζαντινοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως απογόνους των Λατίνων. Αντιθέτως, είχαν απόλυτη συνείδηση της ελληνικής τους καταγωγής (…).Υπάρχουν (…) επιστήμονες που συνεχίζουν να υιοθετούν ακραίες απόψεις, υποστηρίζοντας ότι οι Βυζαντινοί ήταν μάλλον "ελληνόφωνοι Ρωμαίοι" (…). Προφανώς, αυτοί οι επιστήμονες δεν έχουν κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο ο όρος "Ρωμαίος" και τα παράγωγά του χρησιμοποιούνταν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία»[36].

(Συνέχεια και τέλος στην επόμενη ανάρτηση)